Πάμε μια βόλτα στη Σιέρα Λεόνε στην Αφρική
σ' ένα μικρό χωριό μια βροχερή Κυριακή•
πράγμα σπάνιο για τα ζεστά εκείνα μέρη.
Τρυπώνουμε σε μια καλύβα μέρα μεσημέρι
για να γλιτώσουμε για λίγο από την μπόρα
όπως θέλει να γλιτώσει από μας αυτή η χώρα.
Μέσα υπήρχαν μόνο κάτι στοιβαγμένα τσουβάλια
και τα δυο τα βρεγμένα μας κεφάλια.
Όχι για πολύ - ακούμε συρσίματα
και στη λάσπη απ' έξω ακούμε βήματα...
Μια λευκή γυναίκα μ' ένα μαύρο κοριτσάκι
λαβωμένο από μαχαίρι στο μικρό του χεράκι.
Τρομάξανε κι οι δυο μ' εμάς στο έμπα,
η λευκή δασκάλα Μαίρη και η Melba.
Αφού ησυχάσανε με μας άρχισε η Μαίρη να μας λέει
τι συνέβη πριν και σφιγγόταν να μη κλαίει
για το πανέμορφο αυτό πλάσμα που ήταν μαζί της
που ενός στρατιώτη το χέρι είχε χαράξει το κορμί της.
Η Melba, βλέπεις, δε κάνει εύκολα φίλο
γιατί λέει μια ιστορία για έναν μαύρο σκύλο.
Η ιστορία αυτή μιλάει για ένα μύθο, ένα θαύμα
καθώς το διηγείται η Melba ξεχνάει το τραύμα.
Σηκώνεται και με γυαλισμένα μάτια αρχίζει.
«Υπάρχει ένας μύθος που στ' αυτιά μας γυρίζει.
Για το μαύρο σκύλο απ' τα διαμαντοχώρια
που έρχεται όταν πέσει στον τόπο μεγάλη στεναχώρια
και ζητά πάντα εκδίκηση να πάρει
από κάθε της Αφρικής μας μακελάρη.
Μια νύχτα τον είδα από μακριά και φευγαλέα
να δαγκώνει ένα λευκό στρατιώτη λυσσαλέα
στο λαιμό και τότε το άφεγγο δρομάκι
γέμισε φως και απ' το αίμα φτιάχτηκε ρυάκι.
Μια άλλη νύχτα με το φεγγάρι χωρισμένο στα δύο
σταμάτησε λαθρέμπορους με μεγάλο φορτίο
τους σκότωσε και τους κέντησε με τα διαμάντια το σώμα
ώσπου να γίνουν ένα με το χώμα.
Αυτή είναι η εικόνα που με στοιχειώνει,
τη λέω σ' όποιον από ντροπή το κεφάλι δε σηκώνει.
Κι ας με σκοτώσουν η μάνα μου η Αφρική
θα καλέσει για εκδίκηση το μαύρο σκυλί.
σ' ένα μικρό χωριό μια βροχερή Κυριακή•
πράγμα σπάνιο για τα ζεστά εκείνα μέρη.
Τρυπώνουμε σε μια καλύβα μέρα μεσημέρι
για να γλιτώσουμε για λίγο από την μπόρα
όπως θέλει να γλιτώσει από μας αυτή η χώρα.
Μέσα υπήρχαν μόνο κάτι στοιβαγμένα τσουβάλια
και τα δυο τα βρεγμένα μας κεφάλια.
Όχι για πολύ - ακούμε συρσίματα
και στη λάσπη απ' έξω ακούμε βήματα...
Μια λευκή γυναίκα μ' ένα μαύρο κοριτσάκι
λαβωμένο από μαχαίρι στο μικρό του χεράκι.
Τρομάξανε κι οι δυο μ' εμάς στο έμπα,
η λευκή δασκάλα Μαίρη και η Melba.
Αφού ησυχάσανε με μας άρχισε η Μαίρη να μας λέει
τι συνέβη πριν και σφιγγόταν να μη κλαίει
για το πανέμορφο αυτό πλάσμα που ήταν μαζί της
που ενός στρατιώτη το χέρι είχε χαράξει το κορμί της.
Η Melba, βλέπεις, δε κάνει εύκολα φίλο
γιατί λέει μια ιστορία για έναν μαύρο σκύλο.
Η ιστορία αυτή μιλάει για ένα μύθο, ένα θαύμα
καθώς το διηγείται η Melba ξεχνάει το τραύμα.
Σηκώνεται και με γυαλισμένα μάτια αρχίζει.
«Υπάρχει ένας μύθος που στ' αυτιά μας γυρίζει.
Για το μαύρο σκύλο απ' τα διαμαντοχώρια
που έρχεται όταν πέσει στον τόπο μεγάλη στεναχώρια
και ζητά πάντα εκδίκηση να πάρει
από κάθε της Αφρικής μας μακελάρη.
Μια νύχτα τον είδα από μακριά και φευγαλέα
να δαγκώνει ένα λευκό στρατιώτη λυσσαλέα
στο λαιμό και τότε το άφεγγο δρομάκι
γέμισε φως και απ' το αίμα φτιάχτηκε ρυάκι.
Μια άλλη νύχτα με το φεγγάρι χωρισμένο στα δύο
σταμάτησε λαθρέμπορους με μεγάλο φορτίο
τους σκότωσε και τους κέντησε με τα διαμάντια το σώμα
ώσπου να γίνουν ένα με το χώμα.
Αυτή είναι η εικόνα που με στοιχειώνει,
τη λέω σ' όποιον από ντροπή το κεφάλι δε σηκώνει.
Κι ας με σκοτώσουν η μάνα μου η Αφρική
θα καλέσει για εκδίκηση το μαύρο σκυλί.