Μες την ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.
Μα έλα που το 'δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ' τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.
Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να 'μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.
Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
Άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου 'παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.
Μα έλα που το 'δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ' τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.
Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να 'μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.
Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
Άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου 'παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.