Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν,
πες μου ρε φίλε τότε, γιατί στιγμές μου με πνίγουν;
Δεν άπλωσα το χέρι σ' όσα μ' είχαν προδώσει,
ούτε ζήτησα απ' το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας.
Χαρίζαμε ελπίδα, ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό, στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι'αλλού όσο τραγουδάνε..
Κι εσύ ψυχή μου, με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω;
Για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω;
Για ποιόν λαό; Για ποιόν θεό; Για ποιούς αγώνες;
Για ποιά αδέλφια; Ποιούς χειμώνες; Ποιές εικόνες;
Τι να τα κάνω όλα αυτά, που φτύσαν πάνω στ' ονειρό μου;
αυτά που αποτελειώσανε το Λαβωμένο Ξωτικό μου...
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω, ξεθυμάνανε.. τι να τα κάνω;
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα, μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου, στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά, ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ, για μένα μόνο...
Να τελειώνω: Δε θέλω από κανένα γιατρειά,
Θέλω να φύγω μακρυά...
Βρήκα νερό στο κρασί μου, γι' αυτό δεν πίνω γουλιά.
Είναι κρυφή η πληγή μου, γι' αυτό δεν βγάζω μιλιά.
Βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια, γι'αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια, θα'χω φύγει μακριά...
Και πάω στοίχημα από κει, δεν θ'ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές.
Δεν θα γιορτάζει ο φόβος, με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω -μόνο εγώ- για μένα.
Θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου.
Θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω, τη σιωπή για ν'ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή, δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις, με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος...
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα...
Θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ'ουρανού
- εκεί πάνω, τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω -
Θα πάρω όμως μαζί μου, μια ανάσα φυλακτό
να μη μ' αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει, όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και -ευτυχώς- δεν ξεχνάω με τον καιρό...
Λέω πριν φύγω, την πιο κρυφή πληγή μου
να την εγειάνω, να μην την σέρνω έτσι μαζί μου...
πες μου ρε φίλε τότε, γιατί στιγμές μου με πνίγουν;
Δεν άπλωσα το χέρι σ' όσα μ' είχαν προδώσει,
ούτε ζήτησα απ' το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας.
Χαρίζαμε ελπίδα, ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό, στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι'αλλού όσο τραγουδάνε..
Κι εσύ ψυχή μου, με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω;
Για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω;
Για ποιόν λαό; Για ποιόν θεό; Για ποιούς αγώνες;
Για ποιά αδέλφια; Ποιούς χειμώνες; Ποιές εικόνες;
Τι να τα κάνω όλα αυτά, που φτύσαν πάνω στ' ονειρό μου;
αυτά που αποτελειώσανε το Λαβωμένο Ξωτικό μου...
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω, ξεθυμάνανε.. τι να τα κάνω;
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα, μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου, στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά, ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ, για μένα μόνο...
Να τελειώνω: Δε θέλω από κανένα γιατρειά,
Θέλω να φύγω μακρυά...
Βρήκα νερό στο κρασί μου, γι' αυτό δεν πίνω γουλιά.
Είναι κρυφή η πληγή μου, γι' αυτό δεν βγάζω μιλιά.
Βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια, γι'αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια, θα'χω φύγει μακριά...
Και πάω στοίχημα από κει, δεν θ'ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές.
Δεν θα γιορτάζει ο φόβος, με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω -μόνο εγώ- για μένα.
Θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου.
Θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω, τη σιωπή για ν'ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή, δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις, με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος...
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα...
Θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ'ουρανού
- εκεί πάνω, τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω -
Θα πάρω όμως μαζί μου, μια ανάσα φυλακτό
να μη μ' αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει, όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και -ευτυχώς- δεν ξεχνάω με τον καιρό...
Λέω πριν φύγω, την πιο κρυφή πληγή μου
να την εγειάνω, να μην την σέρνω έτσι μαζί μου...