Σ' αυτού του κόσμου τα χαλάσματα, λόγια φαντάσματα
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιάτα, γεράματα,
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα, στα χέρια οι πένες, χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες,
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα,
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λύματα· κοίτατα,
της εξουσίας παραπατήματα - γουστάρω ...
Αν σκεφτώ, τώρα εκδίκηση θα πάρω.
Κουφάλες, να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας.
Έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας.
Χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να 'ναι,
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ' το λάκκο πετάνε,
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε, κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.
Αν ξεμακραίνεις απ' το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ' όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε στ' αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ' αλήθεια, μαλάκα, η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται.
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ' τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν' αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ' τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ' όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ' το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για τον τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ' τη βολή να βγούμε,
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιάτα, γεράματα,
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα, στα χέρια οι πένες, χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες,
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα,
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λύματα· κοίτατα,
της εξουσίας παραπατήματα - γουστάρω ...
Αν σκεφτώ, τώρα εκδίκηση θα πάρω.
Κουφάλες, να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας.
Έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας.
Χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να 'ναι,
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ' το λάκκο πετάνε,
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε, κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.
Αν ξεμακραίνεις απ' το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ' όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε στ' αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ' αλήθεια, μαλάκα, η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται.
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ' τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν' αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ' τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ' όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ' το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για τον τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ' τη βολή να βγούμε,
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.