Στίχοι: Active Member
Μουσική: Active Member
Πρώτη εκτέλεση: Active Member
Μια φορά και έναν καιρό
ένας φίλος παλιός
που έτυχε να'ναι αλεπού
λέει κι αυτός
θυμάμαι είχε
πεί μια ιστορία
που'χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο
που'χε πάρει
το φεγγάρι αγκαλιά.
Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια
κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού
λίγο χώμα να βρεί
για να φυτέψει
ένα σπόρο από στάχυ στη γη.
Ένα σπόρο
από τους λίγους
που'χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει
λέει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά
φοβόταν λέει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.
Ή πως ήθελε
λίγο απ'το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του
ότι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει,
να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα
όλα της αλεπούς.
Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθειά
και που να δείς
όταν απάντησε η γη
κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο
που είχε βάλει απ'το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά
και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.
Πήρε λοιπόν τους καρπούς
και ενώ δεν είχε να φάει
τους έβαλε όλους στο χώμα
και άρχισε να γελάει
και άρχισε λέει
να βλέπει από τις στίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο
να κυνηγιούνται ξανά.
Έτσι ξεχνούσε την πείνα,
την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα
που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη
έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχια,
χρυσαφίζαν σαν δώρα.
Και κάθε φορά
που η γη γεννούσε
τα μάτια
σήκωνε ψηλά στον ουρανό
κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της
να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή
πέταγαν τόσο χαμηλά.
Μα φύλαγε τους σπόρους
πιο πολύ κι απ'την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της
που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί
στον βάλτο να τ'αφήσει
και έσκυψε στη γη
να της μιλήσει
Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ'αφήνω φυλαχτό...
...ένα ακόμα ουρλιαχτό.
Αντίκρυ
λέει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της
στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ
τύχη καλή ρε νά'χει
να τ'αγκαλιάζει
η γη και ο ήλιος αν θα βγεί.
Μουσική: Active Member
Πρώτη εκτέλεση: Active Member
Μια φορά και έναν καιρό
ένας φίλος παλιός
που έτυχε να'ναι αλεπού
λέει κι αυτός
θυμάμαι είχε
πεί μια ιστορία
που'χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο
που'χε πάρει
το φεγγάρι αγκαλιά.
Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια
κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού
λίγο χώμα να βρεί
για να φυτέψει
ένα σπόρο από στάχυ στη γη.
Ένα σπόρο
από τους λίγους
που'χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει
λέει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά
φοβόταν λέει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.
Ή πως ήθελε
λίγο απ'το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του
ότι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει,
να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα
όλα της αλεπούς.
Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθειά
και που να δείς
όταν απάντησε η γη
κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο
που είχε βάλει απ'το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά
και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.
Πήρε λοιπόν τους καρπούς
και ενώ δεν είχε να φάει
τους έβαλε όλους στο χώμα
και άρχισε να γελάει
και άρχισε λέει
να βλέπει από τις στίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο
να κυνηγιούνται ξανά.
Έτσι ξεχνούσε την πείνα,
την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα
που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη
έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχια,
χρυσαφίζαν σαν δώρα.
Και κάθε φορά
που η γη γεννούσε
τα μάτια
σήκωνε ψηλά στον ουρανό
κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της
να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή
πέταγαν τόσο χαμηλά.
Μα φύλαγε τους σπόρους
πιο πολύ κι απ'την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της
που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί
στον βάλτο να τ'αφήσει
και έσκυψε στη γη
να της μιλήσει
Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ'αφήνω φυλαχτό...
...ένα ακόμα ουρλιαχτό.
Αντίκρυ
λέει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της
στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ
τύχη καλή ρε νά'χει
να τ'αγκαλιάζει
η γη και ο ήλιος αν θα βγεί.