Στέκομαι στην άκρη του γκρεμού
και κοιτάω όλους αυτούς που τους έσπρωξε ένα χέρι
κι αναγκάστηκαν να βγάλουνε φτερά
τώρα τους φωτίζει αυτό το υπέροχο αστέρι
τους κοιτάω να πλανιούνται μακρυά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει
άσε τη ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια της σαν χιόνι
Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά
και διαβάζω ένα μήνυμα γραμμένο με μαχαίρι
ότι έπρεπε να φύγουνε ξανά
ότι τώρα διασχίζουν το μεγάλο μεσημέρι
και την πιο παραμυθένια αμμουδιά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει
Μη με ρωτάς αν η αγάπη ανασταίνει
μου είπε κάποιος κάποτε το είδε να συμβαίνει
θυμήσου, τότε που σ' άφησαν μονάχο
τον σκορπιό που βρήκες όταν σήκωσες το βράχο
το βράχο, που επάνω του το κάστρο φτάνει στους ουρανούς
για ναύτες σαν κι αυτούς λιμάνι
κάνει να ακούγεται κι αυτό το βράδυ
ο ήχος απ' τα κέρματα που ρίχνει στο πηγάδι, η μοίρα
θυμάμαι τ' άρωμά της
τους σκύλους που ησυχάζανε κάτω απ' τα βλέμματά της
πήγαινε δε θα το μετανιώσεις
πες της πως ήρθες εσύ και θα το νιώσεις
θα νιώσεις στο πλάι σου την πνοή της
μια νύχτα με πανσέληνο στο ιπτάμενο χαλί της
και κοιτάω όλους αυτούς που τους έσπρωξε ένα χέρι
κι αναγκάστηκαν να βγάλουνε φτερά
τώρα τους φωτίζει αυτό το υπέροχο αστέρι
τους κοιτάω να πλανιούνται μακρυά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει
άσε τη ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια της σαν χιόνι
Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά
και διαβάζω ένα μήνυμα γραμμένο με μαχαίρι
ότι έπρεπε να φύγουνε ξανά
ότι τώρα διασχίζουν το μεγάλο μεσημέρι
και την πιο παραμυθένια αμμουδιά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει
Μη με ρωτάς αν η αγάπη ανασταίνει
μου είπε κάποιος κάποτε το είδε να συμβαίνει
θυμήσου, τότε που σ' άφησαν μονάχο
τον σκορπιό που βρήκες όταν σήκωσες το βράχο
το βράχο, που επάνω του το κάστρο φτάνει στους ουρανούς
για ναύτες σαν κι αυτούς λιμάνι
κάνει να ακούγεται κι αυτό το βράδυ
ο ήχος απ' τα κέρματα που ρίχνει στο πηγάδι, η μοίρα
θυμάμαι τ' άρωμά της
τους σκύλους που ησυχάζανε κάτω απ' τα βλέμματά της
πήγαινε δε θα το μετανιώσεις
πες της πως ήρθες εσύ και θα το νιώσεις
θα νιώσεις στο πλάι σου την πνοή της
μια νύχτα με πανσέληνο στο ιπτάμενο χαλί της