Σκέψεις χιλιάδες μ' ένα κεφάλι θρύψαλα από ανάγκες
του ορίζοντα το σύρμα είναι η θηλιά και εμείς φυγάδες
σελίδες άδειες συσσωρεύονται στο πάτωμα ανά συστάδες
σαν ράτσες στα Α.Τ. μπουζουριασμένοι σε στοιβάδες
φόλα στους κουμαντάδες
οι λέξεις χάνονται μες των κελιών τις χαραμάδες
σύρτες στο λευκό φως της τηλεόρασης,μάζες σε εφόδους στοίβες
σιωπής καμβάδες μετράνε τη πτώση των ονείρων σου
φεγγίτες τα μάτια μας αγέννητα τοπία
η νύχτα σπέρνεται πάνω στην ημιφωτισμένη πολιτεία
αφήνω το κουφάρι μου,περιπλανιέται στην άδεια πλατεία
Σόδομα και ατάκαμα ίδια απαρτία
το κέντρο ύστερα από ώρα θυμίζει μάχης πεδία
γέννημα θρέμμα της ανάγκης είναι και η αμαρτία,σωστό
επιβίωση μα ποια είναι η αιτία
δεν το 'πανε μάλλον στις ειδήσεις των οχτώ και ειναι ιδιώνυμο,ένστικτο μόνιμο
τα νότα σου αν φυλάς ειναι προνόμιο γνωστό
το αμφίδρομο μίσος σε ολοκληρώνει στο τρωτό πολιτισμό
σε τρώνε για χαρτί ή για ένα τάλιρο άμα δε κάνεις ντόμπρο χειρισμό
που σε οδηγεί;
ο φόβος του θανάτου θνητέ σε καθοδηγεί
στην ανερχόμενη ένταση ο νους παραληρεί
παράλληλοι κόσμοι όσοι και οι άνθρωποι μέσα στη πόλη αυτή
Άυλος
Είδα τους φόβους μου να παίρνουν σάρκα και οστά και σκιάχτηκα
για αρχή στο τέλος από κάπου πιάστηκα
μοιράστηκα λιγάκι απο το κενό μου,με υστερεί στο φάρμακο μου
του σατανά τα κόκαλα τριμμένο γιατρικό μου
μέρα βγαίνει με ένα άγχος μένω θάνατο στο βάθος
έχει τρέλα και αγανάκτηση στη διαδρομή
και ο λάκκος μας υγρός μας περιμένει
ηττημένοι μαχητές που στέκουν παραμυθιασμένοι
χαθήκαμε εκεί που ο πόνος έγινε γιορτή
στιγματισμένοι από το ψέμα και τη παγωνιά
ροής κατάντια,πάτος,φυλακή
ζωής κελί που χτίστηκε στο λευκό άγγιγμα της
έληξε κάθε ανέμελη στιγμή
σε σάπια μέλη ασθένεια ακμάζει και παρασιτεί
ένα και το αυτό ζώντες,νεκροί,ήλιος και βροχή
η μόνη σκέψη το εγώ μας μες την αγκαλιά της να χαθεί
το κενό να μας καταπιεί
Δ.Π.Θ.
Μεγαλωμένοι μες τα πάρκα,σε γειτονιές και πλατείες
ανέκαθεν πιασμένες οι γωνιές σε δοσοληψίες
ανακατεμένοι γεμάτοι αμφιβολίες
φταίνε οι χημείες που χω φορτωθεί
τόσες άσκοπες μαλακίες,τόσες αμαρτίες
σώμα μπήγει και αν κόβω ενέργεια σε ένα κεφάλι νεκρές οι φοβίες
αποσυντίθεται σιγά σιγά πίσω από κάθε μια από αυτές έχουν ειπωθεί ιστορίες
ασυνήθιστα παράξενες εικόνες άσεμνες σε κάθε δρόμο
κάθε κομμάτι της έχει πόνο και βία
σε κάθε της στενό αστυνομία κάνει αισθητή τη παρουσία
καλό θα ναι να έχεις πάνω σου στοιχεία μη σε τραβάνε αδίκως,μαλακία
η μουσική μου σαν μαύρη μαγεία δένει ανθρώπινες ψυχές
σκέψου προσεχτικά τι θα κάνεις,έχεις 3 ευχές
μάθε να συμπεριφέρεσαι αντρίκια μεγάλωσες πλέον,άσε τις πουστιές
το χω ανάγκη τόσο όσο το θες
είμαι έτοιμος να παλέψω για κάθε τι που αξίζει το κόπο να αντέξω
άσε με να παίξω,άσε με να το τρέξω
αρχίδια λεν' όσοι μιλάν απ' έξω
είμαι απο μικρό παιδί σε αυτο το χώρο και θα το ξαναχορέψω
χειμώνας,κάτω από το πηχτό πηχτό κόκκινο φεγγαρι τα βήματα ακολουθώ
δρόμοι που καίνε σαν κόλαση είναι εδώ
12 τρόποι να ζήσεις,ένας από αυτούς ως φυτό
ότι πιο τρομαχτικό μπορώ να σκεφτώ
τώρα περιπλανιέμαι στη πόλη σαν αρπαχτικό
ψύχωση μου γινες και ψάχνω παντού να σε βρω
τίποτα άλλο δεν θέλω πέρα από το να σε δω
μαύρο λούκι και ψυχόδραμα,ένα και το αυτό
η πόλη ξυπνά το κακό μου εαυτό
μη σε πετύχω μπροστά μου να μη σε βρω
χάθηκα πάλι,στη παλάμη μου είδα να αδειάζει το μπουκάλι και αφέθηκα,παραφέρθηκα
ξύπνησα δίχως να έχω ιδέα που βρέθηκα
μίσος πλημμυρίζω,παγανιά βγαίνω,κεφάλια θερίζω
τη βρωμιά που παίζει γύρω μας με στίχους ζωγραφίζω
όσο ζω μαθαίνω και της σαπίλας γίνομαι αντανάκλαση
εδώ και τώρα αληθινό όχι αναπαράσταση μα αγάπης έλλειψη για τη γενιά που ζει στη στέρηση
του ορίζοντα το σύρμα είναι η θηλιά και εμείς φυγάδες
σελίδες άδειες συσσωρεύονται στο πάτωμα ανά συστάδες
σαν ράτσες στα Α.Τ. μπουζουριασμένοι σε στοιβάδες
φόλα στους κουμαντάδες
οι λέξεις χάνονται μες των κελιών τις χαραμάδες
σύρτες στο λευκό φως της τηλεόρασης,μάζες σε εφόδους στοίβες
σιωπής καμβάδες μετράνε τη πτώση των ονείρων σου
φεγγίτες τα μάτια μας αγέννητα τοπία
η νύχτα σπέρνεται πάνω στην ημιφωτισμένη πολιτεία
αφήνω το κουφάρι μου,περιπλανιέται στην άδεια πλατεία
Σόδομα και ατάκαμα ίδια απαρτία
το κέντρο ύστερα από ώρα θυμίζει μάχης πεδία
γέννημα θρέμμα της ανάγκης είναι και η αμαρτία,σωστό
επιβίωση μα ποια είναι η αιτία
δεν το 'πανε μάλλον στις ειδήσεις των οχτώ και ειναι ιδιώνυμο,ένστικτο μόνιμο
τα νότα σου αν φυλάς ειναι προνόμιο γνωστό
το αμφίδρομο μίσος σε ολοκληρώνει στο τρωτό πολιτισμό
σε τρώνε για χαρτί ή για ένα τάλιρο άμα δε κάνεις ντόμπρο χειρισμό
που σε οδηγεί;
ο φόβος του θανάτου θνητέ σε καθοδηγεί
στην ανερχόμενη ένταση ο νους παραληρεί
παράλληλοι κόσμοι όσοι και οι άνθρωποι μέσα στη πόλη αυτή
Άυλος
Είδα τους φόβους μου να παίρνουν σάρκα και οστά και σκιάχτηκα
για αρχή στο τέλος από κάπου πιάστηκα
μοιράστηκα λιγάκι απο το κενό μου,με υστερεί στο φάρμακο μου
του σατανά τα κόκαλα τριμμένο γιατρικό μου
μέρα βγαίνει με ένα άγχος μένω θάνατο στο βάθος
έχει τρέλα και αγανάκτηση στη διαδρομή
και ο λάκκος μας υγρός μας περιμένει
ηττημένοι μαχητές που στέκουν παραμυθιασμένοι
χαθήκαμε εκεί που ο πόνος έγινε γιορτή
στιγματισμένοι από το ψέμα και τη παγωνιά
ροής κατάντια,πάτος,φυλακή
ζωής κελί που χτίστηκε στο λευκό άγγιγμα της
έληξε κάθε ανέμελη στιγμή
σε σάπια μέλη ασθένεια ακμάζει και παρασιτεί
ένα και το αυτό ζώντες,νεκροί,ήλιος και βροχή
η μόνη σκέψη το εγώ μας μες την αγκαλιά της να χαθεί
το κενό να μας καταπιεί
Δ.Π.Θ.
Μεγαλωμένοι μες τα πάρκα,σε γειτονιές και πλατείες
ανέκαθεν πιασμένες οι γωνιές σε δοσοληψίες
ανακατεμένοι γεμάτοι αμφιβολίες
φταίνε οι χημείες που χω φορτωθεί
τόσες άσκοπες μαλακίες,τόσες αμαρτίες
σώμα μπήγει και αν κόβω ενέργεια σε ένα κεφάλι νεκρές οι φοβίες
αποσυντίθεται σιγά σιγά πίσω από κάθε μια από αυτές έχουν ειπωθεί ιστορίες
ασυνήθιστα παράξενες εικόνες άσεμνες σε κάθε δρόμο
κάθε κομμάτι της έχει πόνο και βία
σε κάθε της στενό αστυνομία κάνει αισθητή τη παρουσία
καλό θα ναι να έχεις πάνω σου στοιχεία μη σε τραβάνε αδίκως,μαλακία
η μουσική μου σαν μαύρη μαγεία δένει ανθρώπινες ψυχές
σκέψου προσεχτικά τι θα κάνεις,έχεις 3 ευχές
μάθε να συμπεριφέρεσαι αντρίκια μεγάλωσες πλέον,άσε τις πουστιές
το χω ανάγκη τόσο όσο το θες
είμαι έτοιμος να παλέψω για κάθε τι που αξίζει το κόπο να αντέξω
άσε με να παίξω,άσε με να το τρέξω
αρχίδια λεν' όσοι μιλάν απ' έξω
είμαι απο μικρό παιδί σε αυτο το χώρο και θα το ξαναχορέψω
χειμώνας,κάτω από το πηχτό πηχτό κόκκινο φεγγαρι τα βήματα ακολουθώ
δρόμοι που καίνε σαν κόλαση είναι εδώ
12 τρόποι να ζήσεις,ένας από αυτούς ως φυτό
ότι πιο τρομαχτικό μπορώ να σκεφτώ
τώρα περιπλανιέμαι στη πόλη σαν αρπαχτικό
ψύχωση μου γινες και ψάχνω παντού να σε βρω
τίποτα άλλο δεν θέλω πέρα από το να σε δω
μαύρο λούκι και ψυχόδραμα,ένα και το αυτό
η πόλη ξυπνά το κακό μου εαυτό
μη σε πετύχω μπροστά μου να μη σε βρω
χάθηκα πάλι,στη παλάμη μου είδα να αδειάζει το μπουκάλι και αφέθηκα,παραφέρθηκα
ξύπνησα δίχως να έχω ιδέα που βρέθηκα
μίσος πλημμυρίζω,παγανιά βγαίνω,κεφάλια θερίζω
τη βρωμιά που παίζει γύρω μας με στίχους ζωγραφίζω
όσο ζω μαθαίνω και της σαπίλας γίνομαι αντανάκλαση
εδώ και τώρα αληθινό όχι αναπαράσταση μα αγάπης έλλειψη για τη γενιά που ζει στη στέρηση