Τράβηξα δειλά-δειλά
της κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ' όσα είδα.
Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.
Στα στενά της σέρνονταν
άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μοιρίζανε παλάμες.
Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Tζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.
Κι έτσι όπως χάζευα
ντερβισάδες, μπεκτασήδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.
Σεμ ολντού ασίκ λαρί
άνθρωπέ μου τί ξεφτίλα
να σου χαλάνε το όνειρο
και συ να τους αφήνεις.
Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.
της κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ' όσα είδα.
Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.
Στα στενά της σέρνονταν
άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μοιρίζανε παλάμες.
Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Tζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.
Κι έτσι όπως χάζευα
ντερβισάδες, μπεκτασήδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.
Σεμ ολντού ασίκ λαρί
άνθρωπέ μου τί ξεφτίλα
να σου χαλάνε το όνειρο
και συ να τους αφήνεις.
Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.