Η πρώτη φορά που αγάπησα θα 'ναι κι η τελευταία. Λυπάμαι για το μήνυμα, μα τέρμα τα ωραία. Τα είχα πεί στον Μπάμπη, δε μιλάω για νοήματα, δεν είμαι πια φλου και τέρμα τα ποιήματα. Μου πήρες την καρδιά σφιχτά μες στην παλάμη, την έσφιξες, την έλιωσες, την πέταξες στον Άδη κι όπως έσκασε στο έδαφος σε εκείνο το σκοτάδι, κομμάτια χίλια έγινε, ψυχής απομεινάρι.
Ακόμα και ο Κέρβερος λυπήθηκε να φάει.
Στη λίμνη απ' το αίμα της αδιάφορα κοιτάει.
Παλμοί μεταθανάτιοι ενώ η ψυχή πετάει
και πάει προς το φώς, αγαλίαση ζητάει.
Το φάρμακο απ' τον πόνο εκεί αναζητάει
μα δεν ακούει απάντηση στην πόρτα αφού χτυπάει.
Δεν είναι ακόμα η ώρα της και πίσω στο σκοτάδι να μαζέψει τα κομμάτια από 'κείνο το ρημάδι.
Δεν είναι κρίμα να χάνεται η αγάπη,
να χύνεται το δάκρυ να...
στάζει η ρίμα το αίμα που φαντάζει ψυχής απομεινάρι και... Δεν είναι ποίημα,
είναι χείμαρρος ο χρόνος
και κύμα αυτός ο πόνος που...
μοιάζει αιώνιος, και μένω πάλι μόνος,
μένω πάλι μόνος.
Ο Κέρβερος κοιμότανε,
οι παλμοί είχαν τελειώσει.
Το κορμί μετά την πτώση ήταν έτοιμο να λιώσει.
Μα η ψυχή πήρε κλωστή για να ράψει τα κομμάτια και σαν θαύμα η ζωή ξαναέλαμψε στα μάτια.
Σερνόμουν μες στα χώματα, ανέβαινα τον Άδη,
σκαρφάλωνα στο κάθετο, ατελείωτο πηγάδι.
Ματώνανε τα νύχια μου για να μην ξαναπέσω και κρατιόμουν απ' όπου έβρισκα για να βγώ πάλι έξω.
Δεν πίστευα ότι θα έβγαινα ποτέ στην επιφάνεια.
Μια τάση για επιβίωση μου έδινε ζωντάνια.
Κι εκεί μέσα στου λαβύρινθου το στερνό το αδιέξοδο είδα ηλιαχτίδα μια ελπίδα για την έξοδο.
Βαθιά αναπνοή, τελική αυτή η προσπάθεια.
Έβαλα το είναι μου να αφήσω πίσω τα άθλια
και να που τα κατάφερα κι είδα ηλιοφάνεια
μα το φώς ακόμα δείχνει τα δικά σου τα σημάδια.
Στο στήθος μου κοιτάω και βλέπω ακόμα ράμματα.
Οι πληγές και τα σημάδια σου, ανεξίτηλα τα γράμματα, ζωντανεύουνε ακόμα σε εφιάλτες τα χαράματα
και δακρύζουνε τα μάτια μα δεν έχω άλλα κλάματα,
από μέσα μου να βγάλω, γιατί στέρεψα από 'σένα
κυρίως επειδή την ευθύνη για κανένα από αυτά που σε απαγάγαν και σε πήραν από μένα
δεν φέρεις κι ας τσακίζω με θυμό αυτή την πένα.
Ίσως το πιο εύκολο θα ' ταν να σε μισήσω.
Μα ξέρω πως δεν φταίς και πρέπει να σε αφήσω, τη ζωή θυσία που διάλεξες να ζήσεις
και να ζήσω μακριά σου, την ανάρρωση, μήπως ξαναγαπήσω...
Ακόμα και ο Κέρβερος λυπήθηκε να φάει.
Στη λίμνη απ' το αίμα της αδιάφορα κοιτάει.
Παλμοί μεταθανάτιοι ενώ η ψυχή πετάει
και πάει προς το φώς, αγαλίαση ζητάει.
Το φάρμακο απ' τον πόνο εκεί αναζητάει
μα δεν ακούει απάντηση στην πόρτα αφού χτυπάει.
Δεν είναι ακόμα η ώρα της και πίσω στο σκοτάδι να μαζέψει τα κομμάτια από 'κείνο το ρημάδι.
Δεν είναι κρίμα να χάνεται η αγάπη,
να χύνεται το δάκρυ να...
στάζει η ρίμα το αίμα που φαντάζει ψυχής απομεινάρι και... Δεν είναι ποίημα,
είναι χείμαρρος ο χρόνος
και κύμα αυτός ο πόνος που...
μοιάζει αιώνιος, και μένω πάλι μόνος,
μένω πάλι μόνος.
Ο Κέρβερος κοιμότανε,
οι παλμοί είχαν τελειώσει.
Το κορμί μετά την πτώση ήταν έτοιμο να λιώσει.
Μα η ψυχή πήρε κλωστή για να ράψει τα κομμάτια και σαν θαύμα η ζωή ξαναέλαμψε στα μάτια.
Σερνόμουν μες στα χώματα, ανέβαινα τον Άδη,
σκαρφάλωνα στο κάθετο, ατελείωτο πηγάδι.
Ματώνανε τα νύχια μου για να μην ξαναπέσω και κρατιόμουν απ' όπου έβρισκα για να βγώ πάλι έξω.
Δεν πίστευα ότι θα έβγαινα ποτέ στην επιφάνεια.
Μια τάση για επιβίωση μου έδινε ζωντάνια.
Κι εκεί μέσα στου λαβύρινθου το στερνό το αδιέξοδο είδα ηλιαχτίδα μια ελπίδα για την έξοδο.
Βαθιά αναπνοή, τελική αυτή η προσπάθεια.
Έβαλα το είναι μου να αφήσω πίσω τα άθλια
και να που τα κατάφερα κι είδα ηλιοφάνεια
μα το φώς ακόμα δείχνει τα δικά σου τα σημάδια.
Στο στήθος μου κοιτάω και βλέπω ακόμα ράμματα.
Οι πληγές και τα σημάδια σου, ανεξίτηλα τα γράμματα, ζωντανεύουνε ακόμα σε εφιάλτες τα χαράματα
και δακρύζουνε τα μάτια μα δεν έχω άλλα κλάματα,
από μέσα μου να βγάλω, γιατί στέρεψα από 'σένα
κυρίως επειδή την ευθύνη για κανένα από αυτά που σε απαγάγαν και σε πήραν από μένα
δεν φέρεις κι ας τσακίζω με θυμό αυτή την πένα.
Ίσως το πιο εύκολο θα ' ταν να σε μισήσω.
Μα ξέρω πως δεν φταίς και πρέπει να σε αφήσω, τη ζωή θυσία που διάλεξες να ζήσεις
και να ζήσω μακριά σου, την ανάρρωση, μήπως ξαναγαπήσω...