Τι όμορφα λες τι όμορφα κάνεις τι όμορφα πας να με ξεκάνεις,
πιάνεις τα πόστα όλα κι όμορφα σκάβεις
το λάκκο μου και για κοστούμι μέτρα πάρε μου,
ράφτο μου στενό και τα μανίκια χιαστί στην πλάτη πιάστε μου,
σαν τον τρελό της γειτονιάς να μοιάζω,
αλλά από μέσα μου να τα μαζεύω όλα και να βράζω
για ώρα, και όσα όμορφα μου έταζες για δώρα
κουλουβάχατα τα σπρώχνω με φόρα στο γκρεμό.
Ενώ εγώ θα πάω απ' τ' απέναντι το ρέμα
που είναι πιο όμορφα και το 'χει ο ήλιος γέρμα,
το 'χουνε τα πουλιά φωλιά και τα λουλούδια ρίζα
και τα κουρέλια που ραπάρουνε ακόμα το 'χουν βίζα,
και μπαινοβγαίνουνε στα μέρη που δε σου μοιάζουν όμορφα,
αλλά βαριά, ιδιόμορφα,
μα εμείς τα ξέρουμε τα ζούμε,
κι απ' όσα όμορφα λες, τίποτα δεν ακούμε.
Τι όμορφα κλείνεις το στόμα σου κι όλο μιζεριάζεις.
Αλήθεια, τι όμορφες αρλούμπες μου αραδιάζεις
και μοιάζεις μ' ανεμοδούρα, αφού δε ξες τι θες.
Τι όμορφα που μιξογελάς και χασκοκλαίς
και πεταρίζεις στα κρυφά εδώ κι εκεί σα μέλισσα
στα πεταχτά σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα χασομέρισσα,
γλωσσού - ή όμορφο λουλουδικό χωρίς το μίσχο
κι όνειρο που απόμεινε σαν πρόκα σ' άδειο τοίχο.
Βήχω και ξεροβήχω, σου χαλώ τον ύπνο,
και θαρρείς πως απλά σου 'κατσε βαρύ το δείπνο.
Μα όταν κάποτε ξυπνάς, σκορπάς εσύ κι άλλοι στα πάντα
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Παρακάλα, όμως, καημένε να πάθουν κάτι οι μούσες
οι δικές σου, οι φλύαρες και χαμηλοβλεπούσες
κι ύστερα τρέχα μακριά κι από τα δήθεν όμορφά σου
που μες στη σούρα και τη νύστα σου βρεθήκανε μπροστά σου.
Ό,τι διαλέξεις να ζεις, κράτα το έστω πιστά.
Στάσου μακριά από μένα και προσεκτικά,
γιατί εμείς ό - μορ - φα
θα την περνάμε εδώ που αράξαμε και θα γερνάμε όμορφα.
Όμορφα, εμείς περάσαμε.
Όμορφα, εδώ που αράξαμε.
Όμορφα, και θα γεράσουμε.
Όμορφα, εμείς περάσαμε κι αράξαμε
και θα γερνάμε όμορφα
πιάνεις τα πόστα όλα κι όμορφα σκάβεις
το λάκκο μου και για κοστούμι μέτρα πάρε μου,
ράφτο μου στενό και τα μανίκια χιαστί στην πλάτη πιάστε μου,
σαν τον τρελό της γειτονιάς να μοιάζω,
αλλά από μέσα μου να τα μαζεύω όλα και να βράζω
για ώρα, και όσα όμορφα μου έταζες για δώρα
κουλουβάχατα τα σπρώχνω με φόρα στο γκρεμό.
Ενώ εγώ θα πάω απ' τ' απέναντι το ρέμα
που είναι πιο όμορφα και το 'χει ο ήλιος γέρμα,
το 'χουνε τα πουλιά φωλιά και τα λουλούδια ρίζα
και τα κουρέλια που ραπάρουνε ακόμα το 'χουν βίζα,
και μπαινοβγαίνουνε στα μέρη που δε σου μοιάζουν όμορφα,
αλλά βαριά, ιδιόμορφα,
μα εμείς τα ξέρουμε τα ζούμε,
κι απ' όσα όμορφα λες, τίποτα δεν ακούμε.
Τι όμορφα κλείνεις το στόμα σου κι όλο μιζεριάζεις.
Αλήθεια, τι όμορφες αρλούμπες μου αραδιάζεις
και μοιάζεις μ' ανεμοδούρα, αφού δε ξες τι θες.
Τι όμορφα που μιξογελάς και χασκοκλαίς
και πεταρίζεις στα κρυφά εδώ κι εκεί σα μέλισσα
στα πεταχτά σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα χασομέρισσα,
γλωσσού - ή όμορφο λουλουδικό χωρίς το μίσχο
κι όνειρο που απόμεινε σαν πρόκα σ' άδειο τοίχο.
Βήχω και ξεροβήχω, σου χαλώ τον ύπνο,
και θαρρείς πως απλά σου 'κατσε βαρύ το δείπνο.
Μα όταν κάποτε ξυπνάς, σκορπάς εσύ κι άλλοι στα πάντα
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Παρακάλα, όμως, καημένε να πάθουν κάτι οι μούσες
οι δικές σου, οι φλύαρες και χαμηλοβλεπούσες
κι ύστερα τρέχα μακριά κι από τα δήθεν όμορφά σου
που μες στη σούρα και τη νύστα σου βρεθήκανε μπροστά σου.
Ό,τι διαλέξεις να ζεις, κράτα το έστω πιστά.
Στάσου μακριά από μένα και προσεκτικά,
γιατί εμείς ό - μορ - φα
θα την περνάμε εδώ που αράξαμε και θα γερνάμε όμορφα.
Όμορφα, εμείς περάσαμε.
Όμορφα, εδώ που αράξαμε.
Όμορφα, και θα γεράσουμε.
Όμορφα, εμείς περάσαμε κι αράξαμε
και θα γερνάμε όμορφα