[παραγωγή: Β.D.Foxmoor, στίχοι - παρουσίαση: Sadahzinia Χray, ηχοληψία: Adam Fuest (Twinpeaks Studio)]
Καινούρια λόγια, μουσικές, φωνές αόρατες, γνωστές
και στίχοι πάνω στο χαρτί, μαύρες, μουτζουρωτές γραμμές,
σα μαύρα κάγκελα και φλόγες μαύρες σ' άσπρη φωτιά,
σα φυλακής αγκαλιά κι άλλο ψηλώσανε στην ίδια χρονιά
που ήρθε φορτσάτη κι αυτή δίπλα στις άλλες
και δεθήκανε μαζί γερά σε κομπολόι χάντρες
τις ενώνει κλωστή, πύρινη τόξου χορδή
και πάνω εκεί ισορροπεί ένα φορτίο βαρύ
Κι εγώ κυλάω στην άμμο των στιγμών μετράω
βαθιά ριζώματα κι αλήτικα καμώματα χωράω
στο ίδιο μέρος και από σπάταλα σκορπίσματα, μου φτάνει πιά!
Δε μπορώ μ' ένα τραγούδι να σου πω μονομιά
για όλα τα όνειρα που κάνει αυτή η μπαλάντα για μας
μικρός μπελάς για το δρόμο σου τον φορτώνεις και πας,
στραβογερνάς αν χρωστάς κι όσα έχεις δώσει θα πάρεις·
γιατί είν' ωραίο παιχνίδι να ραπάρεις.
Είν' της τρέλας μας κράχτης, μιας στιγμής μας φευγάτης
είναι στα λόγια μας φράχτης και της ψυχής μας εργάτης
του μυαλού μας νοικάρης, αντάρτης και πυροβάτης
κι όλα μαζί στο χρώμα της στάχτης.
Δέκα χάντρες δεμένες γύρω απ' τη κόψη ενός βράχου
θα ' θελα μάτια και χέρια ζωγράφου
και να 'χα σπάτουλες, πινέλα, καναβάτσο
να τις στολίσω σα βραχιόλι στο μπράτσο.
Θα 'θελα να 'μουν φωνή πιο δυνατή πιο μεγάλη,
φάλτσο τραγούδι αγάπης να σου τρυπάει το κεφάλι
κι ας κρατάς τα μισά απ' τα μισά από όσα λέω - έστω!
Τα μιλημένα, τιμημένα - μανιφέστο.
Λόγια υποθήκη, της σκέψης και της λέξης μου αποθήκη
όταν τη κάνω τραγούδι δε μου ανήκει
και αφήνω τα χέρια, τα μάτια κλείνω, πετώ·
πέφτω πιο κάτω, όσο πάει, βουτάω και πιάνω βυθό,
δε με νοιάζει τόσο, πατάω στης στάχτης το χρώμα
κάνω τη στάχτη μου βατήρα και στρώμα.
Κι από εκεί μόνο καλό να μου βγεί
κάποτε όλα τελειώνουν, μα δεν έχουνε ακόμα συμβεί,
αργούνε λίγο ή πολύ κι αυτή η μπαλάντα σηκώνει
τα όνειρά μας όλα και πιο πολύ μας πεισμώνει,
στην ίδια μοίρα μας βάζει ίσα και όμοια
και γιορτάζει μαζί μας τα δέκα χρόνια.
Αυτή η μπαλάντα ονειρεύεται για μας
και θα 'ναι πάλι εδώ όταν ξανάρθεις
πάρε μαζί σου να μετράς να ξεχνάς
δέκα χάντρες στο χρώμα της στάχτης
Αυτή η μπαλάντα ονειρεύεται για μας
σα φάλτσο τραγούδι αγάπης
που δε μπορεί να σου πει μονομιάς
δέκα χρόνια στο χρώμα της στάχτης.
Mε λίγα κούτσουρα νωπά και με προσάναμα το ξάναμα
που νιώθαμε όλοι όταν αρχίζαν όλα
σε εκείνο το άναμα φωτιάς που έχει κάτσει πια καλά πάνω στη θράκα
μας μεγάλωσε με κάψα,
δε κουράστηκε ακόμα κι όταν βράχηκε το χρώμα της, δε σκιάχτηκε
κόμπο με κόμπο δες που φτιάχτηκε·
αμαρτωλό κομποσκοίνι - αχ πονεμένη μου ράχη -
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Καινούρια λόγια, μουσικές, φωνές αόρατες, γνωστές
και στίχοι πάνω στο χαρτί, μαύρες, μουτζουρωτές γραμμές,
σα μαύρα κάγκελα και φλόγες μαύρες σ' άσπρη φωτιά,
σα φυλακής αγκαλιά κι άλλο ψηλώσανε στην ίδια χρονιά
που ήρθε φορτσάτη κι αυτή δίπλα στις άλλες
και δεθήκανε μαζί γερά σε κομπολόι χάντρες
τις ενώνει κλωστή, πύρινη τόξου χορδή
και πάνω εκεί ισορροπεί ένα φορτίο βαρύ
Κι εγώ κυλάω στην άμμο των στιγμών μετράω
βαθιά ριζώματα κι αλήτικα καμώματα χωράω
στο ίδιο μέρος και από σπάταλα σκορπίσματα, μου φτάνει πιά!
Δε μπορώ μ' ένα τραγούδι να σου πω μονομιά
για όλα τα όνειρα που κάνει αυτή η μπαλάντα για μας
μικρός μπελάς για το δρόμο σου τον φορτώνεις και πας,
στραβογερνάς αν χρωστάς κι όσα έχεις δώσει θα πάρεις·
γιατί είν' ωραίο παιχνίδι να ραπάρεις.
Είν' της τρέλας μας κράχτης, μιας στιγμής μας φευγάτης
είναι στα λόγια μας φράχτης και της ψυχής μας εργάτης
του μυαλού μας νοικάρης, αντάρτης και πυροβάτης
κι όλα μαζί στο χρώμα της στάχτης.
Δέκα χάντρες δεμένες γύρω απ' τη κόψη ενός βράχου
θα ' θελα μάτια και χέρια ζωγράφου
και να 'χα σπάτουλες, πινέλα, καναβάτσο
να τις στολίσω σα βραχιόλι στο μπράτσο.
Θα 'θελα να 'μουν φωνή πιο δυνατή πιο μεγάλη,
φάλτσο τραγούδι αγάπης να σου τρυπάει το κεφάλι
κι ας κρατάς τα μισά απ' τα μισά από όσα λέω - έστω!
Τα μιλημένα, τιμημένα - μανιφέστο.
Λόγια υποθήκη, της σκέψης και της λέξης μου αποθήκη
όταν τη κάνω τραγούδι δε μου ανήκει
και αφήνω τα χέρια, τα μάτια κλείνω, πετώ·
πέφτω πιο κάτω, όσο πάει, βουτάω και πιάνω βυθό,
δε με νοιάζει τόσο, πατάω στης στάχτης το χρώμα
κάνω τη στάχτη μου βατήρα και στρώμα.
Κι από εκεί μόνο καλό να μου βγεί
κάποτε όλα τελειώνουν, μα δεν έχουνε ακόμα συμβεί,
αργούνε λίγο ή πολύ κι αυτή η μπαλάντα σηκώνει
τα όνειρά μας όλα και πιο πολύ μας πεισμώνει,
στην ίδια μοίρα μας βάζει ίσα και όμοια
και γιορτάζει μαζί μας τα δέκα χρόνια.
Αυτή η μπαλάντα ονειρεύεται για μας
και θα 'ναι πάλι εδώ όταν ξανάρθεις
πάρε μαζί σου να μετράς να ξεχνάς
δέκα χάντρες στο χρώμα της στάχτης
Αυτή η μπαλάντα ονειρεύεται για μας
σα φάλτσο τραγούδι αγάπης
που δε μπορεί να σου πει μονομιάς
δέκα χρόνια στο χρώμα της στάχτης.
Mε λίγα κούτσουρα νωπά και με προσάναμα το ξάναμα
που νιώθαμε όλοι όταν αρχίζαν όλα
σε εκείνο το άναμα φωτιάς που έχει κάτσει πια καλά πάνω στη θράκα
μας μεγάλωσε με κάψα,
δε κουράστηκε ακόμα κι όταν βράχηκε το χρώμα της, δε σκιάχτηκε
κόμπο με κόμπο δες που φτιάχτηκε·
αμαρτωλό κομποσκοίνι - αχ πονεμένη μου ράχη -
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.