Μια χαρά απ' το χάραμα, το ξύπνημά σου μάγεμα.
Ζαλάδα πρωινή θολώνει τα όνειρα τ' απάνεμα
και τ' άνετα, τα βολικά, τα λίγα και χορτάτα,
κακόστρωτα απ' του κουρνιαχτού το θησαυρό γεμάτα.
Μια χαρά ξεκίνησες και μια χαρά το πας,
μιλάς, γερνάς, περνάς καλά, τα θέλεις όλα, παντού χωράς•
αλλά με μουγκρητά τ' άμαθα χείλη σου γέλα μου, γέλα,
μοναχογιέ της γης, φαγά με τη βαριά μασέλα.
Έλα, ντύσου αφέντης, ντύσου γιορτή.
Κόψε τις ρίζες σου και βάλτες για κορφή.
Δέστες και μ' ουρανό - τι πράγμα οξύμωρο,
να φτάσεις ως εκεί και να μη πιάσεις σύνορο.
Επίμονο το πάθος από λάθος αν γίνεις και πατέρας•
τις λέξεις σου ξεσπάς στο όνομα της βέρας.
Κι εσύ κερνάς ζωή, ανάσα μητρική, δικιά σου•
ίδια ζωή απαράλλαχτη κοψιά σου.
Μια σου και μια μου εμένα, το βήμα μου μπερδεύεται,
ο νούς βολεύεται - η καρδιά πως να βολεύεται;
Αντρεύεται το πείσμα μου κι όσο κι αν θέλεις μίλα μου.
Ευχή μου, η χαρά σου• το ψέμα σου, η αλήθεια μου.
Μια χαρά να περνάς κι όπου βρεις, να κρατιέσαι, να σέρνεσαι.
Μια χαρά να γερνάς, ν' αλαφρώνεις, να ξενοιάζεις, ν' ανέχεσαι.
Μια χαρά να ξεχνάς, να ξεριζώνεις, να χορταίνεις, να πνίγεσαι.
Μια χαρά να γελάς, να ξορκίζεσαι.
Θέλω τα δύσκολα, ψάχνω να πω τ' ανείπωτα.
Φέρνω δροσιά απ' το δάκρυ μου, το βλέφαρο βαρύ, μα επιμένω.
Μένω στα ίδια μου, αυτά τα λίγα μου.
Κάργα τ' αμπάρια μου με θαύμα. Θλίψη οδήγα μου
τη σκέψη, κι έτσι όπως ξέρει άστη να ορίζεται
κι από το ξέσπασμα το μέγα ν' αφορίζεται.
Ποτέ δε τα κατάλαβα του τίποτα τα μύρια
ξεφωνητά των άμυαλων, της μάζας πανηγύρια.
Μα εσύ μη δίνεις βάση, πολύ καλά περνάς.
Δε βρίσκω λόγο να σου πω να μη γελάς.
Αν έχεις βάσανα, τα βάσανα τελείως τα ξεχνάς.
Αν είσαι ίσκιος, γιγαντώνεσαι, κολλάς
Κι εγώ γελώ, μα έχω το γέλιο μου ακριβό.
Δεν ήρθα εδώ να χαρώ και το καιρό μου να περνώ.
Μη με ρωτάς• σου δίνω απλόχερα τα ρέστα μου,
τα σκέτα μου τραγούδια και ξίδι κέρνα μου.
Ζαλάδα πρωινή θολώνει τα όνειρα τ' απάνεμα
και τ' άνετα, τα βολικά, τα λίγα και χορτάτα,
κακόστρωτα απ' του κουρνιαχτού το θησαυρό γεμάτα.
Μια χαρά ξεκίνησες και μια χαρά το πας,
μιλάς, γερνάς, περνάς καλά, τα θέλεις όλα, παντού χωράς•
αλλά με μουγκρητά τ' άμαθα χείλη σου γέλα μου, γέλα,
μοναχογιέ της γης, φαγά με τη βαριά μασέλα.
Έλα, ντύσου αφέντης, ντύσου γιορτή.
Κόψε τις ρίζες σου και βάλτες για κορφή.
Δέστες και μ' ουρανό - τι πράγμα οξύμωρο,
να φτάσεις ως εκεί και να μη πιάσεις σύνορο.
Επίμονο το πάθος από λάθος αν γίνεις και πατέρας•
τις λέξεις σου ξεσπάς στο όνομα της βέρας.
Κι εσύ κερνάς ζωή, ανάσα μητρική, δικιά σου•
ίδια ζωή απαράλλαχτη κοψιά σου.
Μια σου και μια μου εμένα, το βήμα μου μπερδεύεται,
ο νούς βολεύεται - η καρδιά πως να βολεύεται;
Αντρεύεται το πείσμα μου κι όσο κι αν θέλεις μίλα μου.
Ευχή μου, η χαρά σου• το ψέμα σου, η αλήθεια μου.
Μια χαρά να περνάς κι όπου βρεις, να κρατιέσαι, να σέρνεσαι.
Μια χαρά να γερνάς, ν' αλαφρώνεις, να ξενοιάζεις, ν' ανέχεσαι.
Μια χαρά να ξεχνάς, να ξεριζώνεις, να χορταίνεις, να πνίγεσαι.
Μια χαρά να γελάς, να ξορκίζεσαι.
Θέλω τα δύσκολα, ψάχνω να πω τ' ανείπωτα.
Φέρνω δροσιά απ' το δάκρυ μου, το βλέφαρο βαρύ, μα επιμένω.
Μένω στα ίδια μου, αυτά τα λίγα μου.
Κάργα τ' αμπάρια μου με θαύμα. Θλίψη οδήγα μου
τη σκέψη, κι έτσι όπως ξέρει άστη να ορίζεται
κι από το ξέσπασμα το μέγα ν' αφορίζεται.
Ποτέ δε τα κατάλαβα του τίποτα τα μύρια
ξεφωνητά των άμυαλων, της μάζας πανηγύρια.
Μα εσύ μη δίνεις βάση, πολύ καλά περνάς.
Δε βρίσκω λόγο να σου πω να μη γελάς.
Αν έχεις βάσανα, τα βάσανα τελείως τα ξεχνάς.
Αν είσαι ίσκιος, γιγαντώνεσαι, κολλάς
Κι εγώ γελώ, μα έχω το γέλιο μου ακριβό.
Δεν ήρθα εδώ να χαρώ και το καιρό μου να περνώ.
Μη με ρωτάς• σου δίνω απλόχερα τα ρέστα μου,
τα σκέτα μου τραγούδια και ξίδι κέρνα μου.