Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται,
όμως κάθε στάλα της βροχής του θυμάται και λυπάται,
αν το ταξίδι παει χαμένο και στεγνώσει το χώμα,
κάπου μια αλήθεια άδικα ίσως να πεθαίνει ακόμα.
(Tι μου θυμίζει άραγε) Πόσα από αυτά σέρνει το βιος μου
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα καρπώθηκε ο εχθρός μου
Πόσα βρώμικα φαντάστηκε η ντροπή κι έσυρε γύρω μου
Πόσα λύγισαν και 'μειναν πίσω μου
Πόσα χρωστάνε οι ανύπαρκτοι στο όνειρό μου, πόσα
έχει να φτύσει η μισοκομμένη και φαρμακωμένη γλώσσα
Τόσα ώστε ν' αδειάσει και να σιγοσβήσει
και ήσυχους στα όμορφα να μας αφήσει.
Έβαλα δρόμο μπροστά και μπούσουλα μου χάρτη πειρατικό,
αντίγραφο - χωρίς του θησαυρού σταυρό -
και ψάχνω έτσι συχνά στο απλό και στο αυτονόητο,
κι ας μοιάζει δύσκολο κι ακατανόητο.
Χωρίς να θέλω η σκέψη, κι όχι μονάχα η σκέψη,
αλλά κι η πιο μεγάλη ελπίδα, η θέλησή μου κι η βλέψη,
αν μείνει μέσα μου καιρό, μοιάζει μεθύσι που πείθει
για αληθινό· γίνεται μέσα μου κρυφό παραμύθι,
γραμμένο τ' απομεσήμερο χειμώνα στα λυχνανάμματα,
με μαύρα κι άραχνα κουτσά κολυβογράμματα,
γι' αυτό και μένει εκτός, ειν' το αποσπόρι του απέιρου
μα είναι δικό μου δεμένο με σερπαντίνες ονείρου,
που μου καρφώθηκε ξέμπαρκο στη ψυχή και στα χέρια.
Το πήρα στο κατόπι, όχι από απλή περιέργεια,
μα απ' τη φωτιά που είχε αγκαλιά να μου καίει τα μάτια,
κι απ' όσα κόλλησε γύρω μου σκορπισμένα κομμάτια,
στου καθαρού ουρανού τα παλάτια αστραπές δε φοβάται,
και του κάκου ιδρώνει κάποιος αν ακόμα θυμάται.
Μα αν δε θυμάται πόσα από το βιος μου είχα αφήσει,
δε μένει εδώ πια κανείς - φίλος ή εχθρός να μέ εξηγήσει.
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα ο εχθρός μου
πόσα λυγίσαν και μείνανε πίσω μου
Έβαλα μπούσουλα και δρόμο μπροστά, τ' όνειρό μου.
Ψάχνω τ' απλό, τ' αυτονόητο, τ΄αληθινό μου.
Χωρίς να θέλω μέσα μου σκέψεις σωρό,
μένουν εκεί, μεστώνουν με τον καιρό.
Φίλος ή εχθρός αν είναι, κάτι θα ζητήσει,
δε μένει εδώ κανείς πια, να μέ εξηγήσει.
όμως κάθε στάλα της βροχής του θυμάται και λυπάται,
αν το ταξίδι παει χαμένο και στεγνώσει το χώμα,
κάπου μια αλήθεια άδικα ίσως να πεθαίνει ακόμα.
(Tι μου θυμίζει άραγε) Πόσα από αυτά σέρνει το βιος μου
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα καρπώθηκε ο εχθρός μου
Πόσα βρώμικα φαντάστηκε η ντροπή κι έσυρε γύρω μου
Πόσα λύγισαν και 'μειναν πίσω μου
Πόσα χρωστάνε οι ανύπαρκτοι στο όνειρό μου, πόσα
έχει να φτύσει η μισοκομμένη και φαρμακωμένη γλώσσα
Τόσα ώστε ν' αδειάσει και να σιγοσβήσει
και ήσυχους στα όμορφα να μας αφήσει.
Έβαλα δρόμο μπροστά και μπούσουλα μου χάρτη πειρατικό,
αντίγραφο - χωρίς του θησαυρού σταυρό -
και ψάχνω έτσι συχνά στο απλό και στο αυτονόητο,
κι ας μοιάζει δύσκολο κι ακατανόητο.
Χωρίς να θέλω η σκέψη, κι όχι μονάχα η σκέψη,
αλλά κι η πιο μεγάλη ελπίδα, η θέλησή μου κι η βλέψη,
αν μείνει μέσα μου καιρό, μοιάζει μεθύσι που πείθει
για αληθινό· γίνεται μέσα μου κρυφό παραμύθι,
γραμμένο τ' απομεσήμερο χειμώνα στα λυχνανάμματα,
με μαύρα κι άραχνα κουτσά κολυβογράμματα,
γι' αυτό και μένει εκτός, ειν' το αποσπόρι του απέιρου
μα είναι δικό μου δεμένο με σερπαντίνες ονείρου,
που μου καρφώθηκε ξέμπαρκο στη ψυχή και στα χέρια.
Το πήρα στο κατόπι, όχι από απλή περιέργεια,
μα απ' τη φωτιά που είχε αγκαλιά να μου καίει τα μάτια,
κι απ' όσα κόλλησε γύρω μου σκορπισμένα κομμάτια,
στου καθαρού ουρανού τα παλάτια αστραπές δε φοβάται,
και του κάκου ιδρώνει κάποιος αν ακόμα θυμάται.
Μα αν δε θυμάται πόσα από το βιος μου είχα αφήσει,
δε μένει εδώ πια κανείς - φίλος ή εχθρός να μέ εξηγήσει.
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα ο εχθρός μου
πόσα λυγίσαν και μείνανε πίσω μου
Έβαλα μπούσουλα και δρόμο μπροστά, τ' όνειρό μου.
Ψάχνω τ' απλό, τ' αυτονόητο, τ΄αληθινό μου.
Χωρίς να θέλω μέσα μου σκέψεις σωρό,
μένουν εκεί, μεστώνουν με τον καιρό.
Φίλος ή εχθρός αν είναι, κάτι θα ζητήσει,
δε μένει εδώ κανείς πια, να μέ εξηγήσει.