Σ' αφήσαμε έναν χρόνο να μαζέψεις, να μοιραστείς
το απάνθισμα της ορφανής μας σκέψης.
Άλλοτε έστεκες βουβός, μη τυχόν ρεζιλευτείς
ή σκεφτόσουν να φύγεις μ' ό,τι κλέψεις.
Άλλοτε έμοιαζες τυφλός ξενομερίτης
ή σα να 'χει πάψει πια να κατοικεί εδώ το παρελθόν σου
κι άλλοτε απ' τη βουή κυκλωμένος ερημίτης,
μα ό,τι και να 'ταν απλά μοιάζει με το σύρσιμό σου.
Να 'τανε όμορφο άραγε ή τζάμπα να παράπεσε
ή ξαμολήθηκε μακριά μια και καλή απ' τις χαρές·
διάλεξε μια και κράτησε.
Θ' ανταμώσουμε στα σώψυχα ξανά χίλιες φορές.
Γιατί πριν απ' το φως περνάς απ' της σκοτιάς το μονοπάτι
μα όταν γευτείς απ' το όνειρο, δε σε τσεπώνει ο χρόνος
ούτε κι ο χάρος που φορά τομάρια στην πλάτη
δε σε ξεγελάει, γιατί είναι πάντα μόνος.
Λοιπόν, ετούτη τη φορά μη χαζεύεις την πομπή,
μπερδέψου εκεί ξοπίσω μ' ήλιους αναρίθμητους.
Κάψε ό,τι φοράς, αν πάνω σου σκουπίστηκε η ντροπή
κι απ' την καρδιά σου χαμογέλα στους αλύγιστους.
Μη ζηλεύεις τους πλούσιους και τους φημισμένους,
έχουμε μόνο μια μέρα φτώχειας διαφορά.
Λυπήσου τους και πες αν θέλεις στους καημένους
πως με δάνεια από το μέλλον δεν ξεχρεώνεις τα παλιά.
Μη ρωτάς για τ' αύριο, κάνε του κεφαλιού σου·
κάθε βολεμένος και δειλός άλαλος σέρνεται.
Σταμάτα να μεθάς με λέξεις, και το νου σου,
κοιτάει ο ρουφιάνος απ' τη γρίλια τη μισάνοιχτη και χαίρεται.
Εγώ θα μείνω βλάσφημος, παλιά συνήθειά μου,
των στίχων μου τη μάνα να κοιτώ που 'χει γεράσει
και με βρίζει μπρος στην αμάθειά μου·
μα εσύ κράτα λίγο αγάπη όλο και κάποιος θα περάσει.
το απάνθισμα της ορφανής μας σκέψης.
Άλλοτε έστεκες βουβός, μη τυχόν ρεζιλευτείς
ή σκεφτόσουν να φύγεις μ' ό,τι κλέψεις.
Άλλοτε έμοιαζες τυφλός ξενομερίτης
ή σα να 'χει πάψει πια να κατοικεί εδώ το παρελθόν σου
κι άλλοτε απ' τη βουή κυκλωμένος ερημίτης,
μα ό,τι και να 'ταν απλά μοιάζει με το σύρσιμό σου.
Να 'τανε όμορφο άραγε ή τζάμπα να παράπεσε
ή ξαμολήθηκε μακριά μια και καλή απ' τις χαρές·
διάλεξε μια και κράτησε.
Θ' ανταμώσουμε στα σώψυχα ξανά χίλιες φορές.
Γιατί πριν απ' το φως περνάς απ' της σκοτιάς το μονοπάτι
μα όταν γευτείς απ' το όνειρο, δε σε τσεπώνει ο χρόνος
ούτε κι ο χάρος που φορά τομάρια στην πλάτη
δε σε ξεγελάει, γιατί είναι πάντα μόνος.
Λοιπόν, ετούτη τη φορά μη χαζεύεις την πομπή,
μπερδέψου εκεί ξοπίσω μ' ήλιους αναρίθμητους.
Κάψε ό,τι φοράς, αν πάνω σου σκουπίστηκε η ντροπή
κι απ' την καρδιά σου χαμογέλα στους αλύγιστους.
Μη ζηλεύεις τους πλούσιους και τους φημισμένους,
έχουμε μόνο μια μέρα φτώχειας διαφορά.
Λυπήσου τους και πες αν θέλεις στους καημένους
πως με δάνεια από το μέλλον δεν ξεχρεώνεις τα παλιά.
Μη ρωτάς για τ' αύριο, κάνε του κεφαλιού σου·
κάθε βολεμένος και δειλός άλαλος σέρνεται.
Σταμάτα να μεθάς με λέξεις, και το νου σου,
κοιτάει ο ρουφιάνος απ' τη γρίλια τη μισάνοιχτη και χαίρεται.
Εγώ θα μείνω βλάσφημος, παλιά συνήθειά μου,
των στίχων μου τη μάνα να κοιτώ που 'χει γεράσει
και με βρίζει μπρος στην αμάθειά μου·
μα εσύ κράτα λίγο αγάπη όλο και κάποιος θα περάσει.