Τον τελευταίο καιρό δεν ακούω και τρομάζω
να λένε όσοι φύγαν από 'δω πως το κουράζω
κι ότι πεισμώνω μ' αυτά που κι αυτοί αγαπούσαν
μ' όλα αυτά τα μακρινά και τα παλιά που συναντούσαν,
και μιλούσαν, γερνούσαν πάνω σ' αυτά που περπατούσαν πετούσαν
κι όλο ξεχνούσαν από το τίποτα ζητούσαν
να παν στα σίγουρα όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως πλάι μου σέρνω πυρωμένη ευχή
πάντα να στέκομαι μπροστά απ' τη μιλιά μου
και στη φωτιά να γεννιούνται τα όνειρά τα μικρά μου·
κοντά μου τα γέρνει ο χρόνος θλιμμένα
και χωμένα να μένουν με τη γη αδελφωμένα.
Σ' αυτόν τον κόσμο με τα χίλια δυο ονόματα
όπου ανάβουν οι φωτιές, σβήνουνε χρώματα
και δεν αντέχει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά
να γιατρέψει το ψέμα σα λαβωμένη καρδιά
γι' αυτό η ευχή μου πυρώνει στου καιρού τα φερσίματα
και ξεταιριάζει απ' τα διαβολοσκορπίσματα
έχει περίσσεμα μου χρέωσε μου κι αυτά
τα ονείρατα όπως και τ' άλλα στη φωτιά.
Να άλλη μια ευχή που χαράμι δεν πήγε
κι αφού γουστάρεις μάζεψέ τα και μείνε
μάς περισσέψαν τα όνειρά μου σκιά μου
χρέωσέ τα κι αυτά δεν είναι δικά μου.
Άλλη μια ευχή που έχει μια ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι' αυτό δε σκιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάς,
γι' αυτό και δεν την χάνω σα μικρό σινιάλο,
την μαζεύω για όταν πάω σε ταξίδι μεγάλο
ή για την πρώτη χαρά, τα πρωτοτόκια
εκεί γητεύουν τ' αγρίμια και τα ζώνουν με ξόρκια.
εκεί μετράω κάθε στάλα στης ζωής την καράφα
τις αρχές μου, την πιο μεγάλη μου γκάφα,
τον παλιότερο στο διάβα μου βραχνά
που δεν κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε το κουράζω και μη συνεχίσω,
τζάμπα χρόνια, μπρος Hip Hop, Hip Hop και πίσω.
Καίγομαι, λοιπόν, έχω φωτιά στο σώμα
κι όσοι κάνουν πως δεν καταλάβανε ακόμα,
είναι που έχουν πάρε δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
μήπως και ζωντανέψουν στο φως τα σχέδιά τους.
Γεια χαρά τους, εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, βρες το χώρο σου, ανέβα
στα όνειρα που περισσέψαν ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά.
να λένε όσοι φύγαν από 'δω πως το κουράζω
κι ότι πεισμώνω μ' αυτά που κι αυτοί αγαπούσαν
μ' όλα αυτά τα μακρινά και τα παλιά που συναντούσαν,
και μιλούσαν, γερνούσαν πάνω σ' αυτά που περπατούσαν πετούσαν
κι όλο ξεχνούσαν από το τίποτα ζητούσαν
να παν στα σίγουρα όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως πλάι μου σέρνω πυρωμένη ευχή
πάντα να στέκομαι μπροστά απ' τη μιλιά μου
και στη φωτιά να γεννιούνται τα όνειρά τα μικρά μου·
κοντά μου τα γέρνει ο χρόνος θλιμμένα
και χωμένα να μένουν με τη γη αδελφωμένα.
Σ' αυτόν τον κόσμο με τα χίλια δυο ονόματα
όπου ανάβουν οι φωτιές, σβήνουνε χρώματα
και δεν αντέχει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά
να γιατρέψει το ψέμα σα λαβωμένη καρδιά
γι' αυτό η ευχή μου πυρώνει στου καιρού τα φερσίματα
και ξεταιριάζει απ' τα διαβολοσκορπίσματα
έχει περίσσεμα μου χρέωσε μου κι αυτά
τα ονείρατα όπως και τ' άλλα στη φωτιά.
Να άλλη μια ευχή που χαράμι δεν πήγε
κι αφού γουστάρεις μάζεψέ τα και μείνε
μάς περισσέψαν τα όνειρά μου σκιά μου
χρέωσέ τα κι αυτά δεν είναι δικά μου.
Άλλη μια ευχή που έχει μια ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι' αυτό δε σκιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάς,
γι' αυτό και δεν την χάνω σα μικρό σινιάλο,
την μαζεύω για όταν πάω σε ταξίδι μεγάλο
ή για την πρώτη χαρά, τα πρωτοτόκια
εκεί γητεύουν τ' αγρίμια και τα ζώνουν με ξόρκια.
εκεί μετράω κάθε στάλα στης ζωής την καράφα
τις αρχές μου, την πιο μεγάλη μου γκάφα,
τον παλιότερο στο διάβα μου βραχνά
που δεν κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε το κουράζω και μη συνεχίσω,
τζάμπα χρόνια, μπρος Hip Hop, Hip Hop και πίσω.
Καίγομαι, λοιπόν, έχω φωτιά στο σώμα
κι όσοι κάνουν πως δεν καταλάβανε ακόμα,
είναι που έχουν πάρε δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
μήπως και ζωντανέψουν στο φως τα σχέδιά τους.
Γεια χαρά τους, εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, βρες το χώρο σου, ανέβα
στα όνειρα που περισσέψαν ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά.