Μάιος του 2011
κι εγώ παλεύω με τα λίγα που μπορώ
τούμπα θα φέρω τον κακόγλωσσο καιρό.
Απ' της εξόριστης ελπίδας μου το καταράχι,
με ζηλαδέρφι μου ένα ηλιόχαρο και μόνο στάχυ,
αμπάλωτος κι ανήμερος σαν αντιφεγγιά
σα θυμητάρι αντρόπιαστο σ' αλλαξοχεριά
στον ερειπιώνα που ο θάνατος πάλι μου γελάει,
κατάφατσα - μα το 'χω πάρει το κολάι -
ανασαλεύω, κι απ' της θλίψης αλεσιά
της οργής γίνομαι ζαβάδα και δεσιά,
ακροδεσιά, γιατί απ' το ψέμα τ' ανεμίδια
σπρώχνουν κι αθώους να πάνε στα τσακίδια.
Ψευτολογάδες, θρασίμια κι αρπακτικά
δε μας αφήσανε ούτε τα θαφτικά.
Κι αντί μια σφαίρα στο κούτελο σε κάθε κλειδούχο
βουβή βεγγέρα μ' αταίριαστο ρούχο
κι αντί κρεμάλα σε κάθε φορετό,
κλάψα αβανταδόρικη απ' τον αλαλητό.
Πού να βγάλω το σκασμό και που ν' αγιάσω
στην αλλαξοκαιριά, βοριά, πώς να σωπάσω;
Ήμουν αντάμης, δε θα πεθάνω κιότης
κι αναδρομάρης χορτασμένος και προδότης.
Ήμουν δρολάπι, πώς να γίνω ψιλοβρόχι
τα "ναι" που να τα βρω, αφού καμώθηκα απ' τα "όχι";
Πώς να μη γίνω η φωτιά για της ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά;
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ,
τούμπα να φέρω τον κακόγλωσσο καιρό,
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ζητάω εκδίκηση για κάθε ένα φτωχό
να φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
τα λαμόγια απ' των βουβών την εσχατιά.
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
τι να σου κάνουν οι βουές των τραγουδιών;
Όταν τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά,
Κάποιοι γελάνε στων βουβών την εσχατιά..
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
για όλα τα αστοίβαχτα απ' το βρώμικο σωρό.
Οι αλητάμπουρες σ' αυτή τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
Δεν είμαι, αβανιάρη, μόνος - για κακή σου τύχη -
η βρυσομάνα τρέχει νιότη και γλεντάνε οι στίχοι
χωρίς δασκαλίκι και συμβουλές καμουτσιές,
χωρίς βαστάζους να σ' αρχίζουν στις κλωτσιές,
ένα ανθοβόλημα στην αναπαραδιά
κι απ' τα βαλτόνερα σας τάζουν των μύθων τα παιδιά
φωτιά - και σας κοιτούν κατάματα,
μισώντας τόσο τα πικρά σας γεροντάματα.
Ανταρτέψαμε μέσα στη βουβαμάρα σας
οι αφρονίμευτοι δε ζούνε την κατάρα σας
και μεσ' στη φτώχεια δηλώνουμε απαρτία
και γελάμε - η πιο σύγχρονη αμαρτία.
Κόντρα στη δεσποτεία και στη μιζέρια,
την πονεμένη μας ψυχή και τα δεμένα χέρια
εμείς θα μείνουμε μαζί περνώντας τη νυχτιά,
εδώ στων βουβών την εσχατιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ,
τούμπα να φέρω τον κακόγλωσσο καιρό,
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ζητάω εκδίκηση για κάθε ένα φτωχό
να φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
τα λαμόγια απ' των βουβών την εσχατιά.
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
τι να σου κάνουν οι βουές των τραγουδιών;
Όταν τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά,
Κάποιοι γελάνε στων βουβών την εσχατιά..
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
για όλα τα αστοίβαχτα απ' το βρώμικο σωρό.
Οι αλητάμπουρες σ' αυτή τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ας φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
αφού τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
οι αλητάμπουρες στη low bap τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
κι εγώ παλεύω με τα λίγα που μπορώ
τούμπα θα φέρω τον κακόγλωσσο καιρό.
Απ' της εξόριστης ελπίδας μου το καταράχι,
με ζηλαδέρφι μου ένα ηλιόχαρο και μόνο στάχυ,
αμπάλωτος κι ανήμερος σαν αντιφεγγιά
σα θυμητάρι αντρόπιαστο σ' αλλαξοχεριά
στον ερειπιώνα που ο θάνατος πάλι μου γελάει,
κατάφατσα - μα το 'χω πάρει το κολάι -
ανασαλεύω, κι απ' της θλίψης αλεσιά
της οργής γίνομαι ζαβάδα και δεσιά,
ακροδεσιά, γιατί απ' το ψέμα τ' ανεμίδια
σπρώχνουν κι αθώους να πάνε στα τσακίδια.
Ψευτολογάδες, θρασίμια κι αρπακτικά
δε μας αφήσανε ούτε τα θαφτικά.
Κι αντί μια σφαίρα στο κούτελο σε κάθε κλειδούχο
βουβή βεγγέρα μ' αταίριαστο ρούχο
κι αντί κρεμάλα σε κάθε φορετό,
κλάψα αβανταδόρικη απ' τον αλαλητό.
Πού να βγάλω το σκασμό και που ν' αγιάσω
στην αλλαξοκαιριά, βοριά, πώς να σωπάσω;
Ήμουν αντάμης, δε θα πεθάνω κιότης
κι αναδρομάρης χορτασμένος και προδότης.
Ήμουν δρολάπι, πώς να γίνω ψιλοβρόχι
τα "ναι" που να τα βρω, αφού καμώθηκα απ' τα "όχι";
Πώς να μη γίνω η φωτιά για της ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά;
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ,
τούμπα να φέρω τον κακόγλωσσο καιρό,
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ζητάω εκδίκηση για κάθε ένα φτωχό
να φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
τα λαμόγια απ' των βουβών την εσχατιά.
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
τι να σου κάνουν οι βουές των τραγουδιών;
Όταν τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά,
Κάποιοι γελάνε στων βουβών την εσχατιά..
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
για όλα τα αστοίβαχτα απ' το βρώμικο σωρό.
Οι αλητάμπουρες σ' αυτή τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
Δεν είμαι, αβανιάρη, μόνος - για κακή σου τύχη -
η βρυσομάνα τρέχει νιότη και γλεντάνε οι στίχοι
χωρίς δασκαλίκι και συμβουλές καμουτσιές,
χωρίς βαστάζους να σ' αρχίζουν στις κλωτσιές,
ένα ανθοβόλημα στην αναπαραδιά
κι απ' τα βαλτόνερα σας τάζουν των μύθων τα παιδιά
φωτιά - και σας κοιτούν κατάματα,
μισώντας τόσο τα πικρά σας γεροντάματα.
Ανταρτέψαμε μέσα στη βουβαμάρα σας
οι αφρονίμευτοι δε ζούνε την κατάρα σας
και μεσ' στη φτώχεια δηλώνουμε απαρτία
και γελάμε - η πιο σύγχρονη αμαρτία.
Κόντρα στη δεσποτεία και στη μιζέρια,
την πονεμένη μας ψυχή και τα δεμένα χέρια
εμείς θα μείνουμε μαζί περνώντας τη νυχτιά,
εδώ στων βουβών την εσχατιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ,
τούμπα να φέρω τον κακόγλωσσο καιρό,
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ζητάω εκδίκηση για κάθε ένα φτωχό
να φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
τα λαμόγια απ' των βουβών την εσχατιά.
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
τι να σου κάνουν οι βουές των τραγουδιών;
Όταν τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά,
Κάποιοι γελάνε στων βουβών την εσχατιά..
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
για όλα τα αστοίβαχτα απ' το βρώμικο σωρό.
Οι αλητάμπουρες σ' αυτή τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ας φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
αφού τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά.
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
οι αλητάμπουρες στη low bap τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.