Κοίτα πίσω απ' την ομίχλη ένα νιόβγαλτο φως,
σα του βοριά τη γρήγορη μοιάζει περπατησιά,
έρχεται προς το μέρος σου και γίνηκες χλωμός
κι έχεις στο στόμα της ντροπής την αγευσιά.
Που 'ναι της γλώσσας σου τώρα τα περισσέματα
Ο φόβος μάλλον πιρουνιάζει τη ραχοκοκαλιά σου
με ρεύματα αστρόφερτα απ' τα ονειροπαντρέματα
κι άντε βρες τα ψέματα που θα σταθούν μεριά σου.
Αυτό που ξεμυτίζει με φιδωτούς ελιγμούς
μοιάζει μ' αταίριαστο καλό σε διαβόλου κάλτσα
ή κακορίζικο σκαρί με κέρινους αρμούς·
μα στάσου, φάνηκε καλά - είναι μια σκιεράτσα.
Κι αν είναι ό,τι φαντάζομαι ή μάλλον ό,τι ελπίζω
σ' αυτούς δε βλέπω να περνάν τα υποτακτικά σου.
Άρχισε να τραγουδάς το «μάνα εγώ λακίζω»
ή πάρε το ισκάρι σου και στα καθήκοντά σου.
Μόλις θα ρίξουν άγκυρα, αρχίζει κι η ρομάντζα,
θα σου ξηγήσουν τ' όνειρο με λόγια φεγγαρίσια
γι' αυτό όταν πιάσουνε γιαλό, έμπα στη βαρκάντζα
και τράβα κατά πέλαγος προς το σκοτάδι ίσια.
Τους ξέρω αυτούς, τους συντροφεύει, λένε, η λευτεριά
κι είναι ντυμένοι με της νυχτιάς το χρώμα,
έρχονται όταν η φωτιά τους καλεί απ' τη στεριά
και φεύγουν πάλι πριν να λιαστεί το χώμα.
Λένε πως αν τα μάτια τους είναι κοκκινισμένα
ψάχνουνε τα προδοτικά σε λάκκους και γκρεμίσματα,
μα αν είν' τα μάτια τους υγρά και μερωμένα,
φέρνουνε όλου τ' ουρανού τ' αντιφεγγίσματα.
Κρύβονται σε βαλτόνερα και σε βουνά σκαμμένα,
δεν είναι απλοί θαλασσινοί μα ούτε βουνίσια ράτσα,
για σκέψου ωραία που θα 'τανε να παίρνανε και μένα
στη μόνη που απέμεινε του ονείρου σκιεράτσα.
Πίσω απ' την ομίχλη κι από βουνά σκαμμένα
αδέρφια μου και φίλοι πάρτε με και μένα.
Θέλω να κουρσεύω με της φωτιάς τη ράτσα
όλα όσα γυρεύω με μια σκιεράτσα.
Υπάρχουν κι άλλες ιστορίες σαν το κύμα ανταριασμένες
που μιλάν για κάποιον καπετάνιο μαγεμένο
που γράφει μ' αίμα στα πανιά ρίμες χαραμισμένες
και της στεριάς τον έχουν οι σοφοί επικηρυγμένο.
Κάποιοι λένε ότι κρατάει από του κέδρου τα μέρη
κι ότι από έβενο φτιάχνει λαβές για τα μασάτια,
το θάνατο πως έχει κεντημένο στο ένα χέρι
και στ' άλλο έναν μάγο με πύρινα μάτια.
Και για μια αρχόντισσα λένε που για μαλλιά έχει ρίζες
από λουλούδια της φωτιάς, και χέρια κοχυλένια
που τραγουδάει στα σύννεφα και φτιάχνει μέρες γκρίζες
για ένα σκιάχτρο στη στεριά με χέρια αχυρένια.
Φτιάχνει, λένε, από τη θάλασσα νερό να πιουν δροσάτο
κι άμα θελήσει προχωράει του ήλιου το ρολόι,
γνωρίζει απ' έξω το βυθό κι όταν κοιτάζει κάτω
κάθε δελφίνι γίνεται με το σκαρί ένα μπόι.
Υπάρχουν κι άλλοι που σέρνουν μύθους χίλιους,
μα όλοι μοιάζουνε σαν απ' την ίδια μάνα,
κεντάν στα μπράτσα τους φωτιές με κόχες κι ήλιους
και ούτε που νοιάζονται για του χάρου τη δαγκάνα.
Κι αν πεθάνει κανείς, γεννιούνται αμέσως τρεις,
γι' αυτό πολυλογά με την κατσούφα φάτσα,
αν τη γλιτώσεις από δω κάπου πιο πέρα θα τη βρεις
τη μοίρα σου δεμένη πλώρα στη σκιεράτσα.
σα του βοριά τη γρήγορη μοιάζει περπατησιά,
έρχεται προς το μέρος σου και γίνηκες χλωμός
κι έχεις στο στόμα της ντροπής την αγευσιά.
Που 'ναι της γλώσσας σου τώρα τα περισσέματα
Ο φόβος μάλλον πιρουνιάζει τη ραχοκοκαλιά σου
με ρεύματα αστρόφερτα απ' τα ονειροπαντρέματα
κι άντε βρες τα ψέματα που θα σταθούν μεριά σου.
Αυτό που ξεμυτίζει με φιδωτούς ελιγμούς
μοιάζει μ' αταίριαστο καλό σε διαβόλου κάλτσα
ή κακορίζικο σκαρί με κέρινους αρμούς·
μα στάσου, φάνηκε καλά - είναι μια σκιεράτσα.
Κι αν είναι ό,τι φαντάζομαι ή μάλλον ό,τι ελπίζω
σ' αυτούς δε βλέπω να περνάν τα υποτακτικά σου.
Άρχισε να τραγουδάς το «μάνα εγώ λακίζω»
ή πάρε το ισκάρι σου και στα καθήκοντά σου.
Μόλις θα ρίξουν άγκυρα, αρχίζει κι η ρομάντζα,
θα σου ξηγήσουν τ' όνειρο με λόγια φεγγαρίσια
γι' αυτό όταν πιάσουνε γιαλό, έμπα στη βαρκάντζα
και τράβα κατά πέλαγος προς το σκοτάδι ίσια.
Τους ξέρω αυτούς, τους συντροφεύει, λένε, η λευτεριά
κι είναι ντυμένοι με της νυχτιάς το χρώμα,
έρχονται όταν η φωτιά τους καλεί απ' τη στεριά
και φεύγουν πάλι πριν να λιαστεί το χώμα.
Λένε πως αν τα μάτια τους είναι κοκκινισμένα
ψάχνουνε τα προδοτικά σε λάκκους και γκρεμίσματα,
μα αν είν' τα μάτια τους υγρά και μερωμένα,
φέρνουνε όλου τ' ουρανού τ' αντιφεγγίσματα.
Κρύβονται σε βαλτόνερα και σε βουνά σκαμμένα,
δεν είναι απλοί θαλασσινοί μα ούτε βουνίσια ράτσα,
για σκέψου ωραία που θα 'τανε να παίρνανε και μένα
στη μόνη που απέμεινε του ονείρου σκιεράτσα.
Πίσω απ' την ομίχλη κι από βουνά σκαμμένα
αδέρφια μου και φίλοι πάρτε με και μένα.
Θέλω να κουρσεύω με της φωτιάς τη ράτσα
όλα όσα γυρεύω με μια σκιεράτσα.
Υπάρχουν κι άλλες ιστορίες σαν το κύμα ανταριασμένες
που μιλάν για κάποιον καπετάνιο μαγεμένο
που γράφει μ' αίμα στα πανιά ρίμες χαραμισμένες
και της στεριάς τον έχουν οι σοφοί επικηρυγμένο.
Κάποιοι λένε ότι κρατάει από του κέδρου τα μέρη
κι ότι από έβενο φτιάχνει λαβές για τα μασάτια,
το θάνατο πως έχει κεντημένο στο ένα χέρι
και στ' άλλο έναν μάγο με πύρινα μάτια.
Και για μια αρχόντισσα λένε που για μαλλιά έχει ρίζες
από λουλούδια της φωτιάς, και χέρια κοχυλένια
που τραγουδάει στα σύννεφα και φτιάχνει μέρες γκρίζες
για ένα σκιάχτρο στη στεριά με χέρια αχυρένια.
Φτιάχνει, λένε, από τη θάλασσα νερό να πιουν δροσάτο
κι άμα θελήσει προχωράει του ήλιου το ρολόι,
γνωρίζει απ' έξω το βυθό κι όταν κοιτάζει κάτω
κάθε δελφίνι γίνεται με το σκαρί ένα μπόι.
Υπάρχουν κι άλλοι που σέρνουν μύθους χίλιους,
μα όλοι μοιάζουνε σαν απ' την ίδια μάνα,
κεντάν στα μπράτσα τους φωτιές με κόχες κι ήλιους
και ούτε που νοιάζονται για του χάρου τη δαγκάνα.
Κι αν πεθάνει κανείς, γεννιούνται αμέσως τρεις,
γι' αυτό πολυλογά με την κατσούφα φάτσα,
αν τη γλιτώσεις από δω κάπου πιο πέρα θα τη βρεις
τη μοίρα σου δεμένη πλώρα στη σκιεράτσα.