Δεν ξαναπλώνω χέρι στο γεμάτο μου ράφι
με κουράσανε οι ποιητίσκοι - στιχοράφοι
κι οι λιμαδόροι, αριστερίσκοι της παλάντζας
το κηφηναριό της κωλορεβεράντζας.
Κι ούτε στων άφωνων θα σύρομαι τη περπατησιά
μα θα παραλογίζομαι απ' την αφοβησιά
ούτε στα όρτσα έρχομαι, ούτε στα μπόντζα μπαίνω
μα από το παραπότι μου όταν βρωμάει βγαίνω.
Κι αφήνομαι στα όμορφα μεσόστρατα
κάθε αρεστό ορκοπάτη να σκιάζω απ' τα λασπώματα
της φωτιάς περαματάρης και λαοκατάρατος
γιατί είμαι ηλιογέννητος και σκοταδομεγάλωτος.
Πως να τη βγάλω λοιπόν στα στείρα κι άβαθα
του τόπου του θαμμένου στα λουλουδοκάλαθα;
Τον παράδεισο των ευημερούντων ομοκρέβατων
τη νέα κουστωδία των ουρανοκατέβατων.
Στον τόπο των νεόπτωχων και των μπαϊλντισμένων,
των μισοαγράμματων και περιφρονημένων
των καταγέλαστων, των φτωχοδιαβόλων
των μαγαρισμένων και των πρώτων ρόλων.
Λοιπόν σε τούτο το μυγόχεσμα όταν θα δεις πεφτάστρι
της ξεπεσούρας ξέχνα το ανεμογκάστρι
ντύσου αφέγγαρη νυχτιά και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε στα κλεφτά από το παραπόρτι...
Τόλμα το κι άνοιξε και τις παρλάτες
άστες εκεί, στις κακότοπες στράτες
κι αν δεις το τέλος σου, κλείστου το μάτι
μη σε χρεώσει και σένα ορκοπάτη.
Τόλμα το κι άνοιξε κι αν βρεις τη θλίψη
χάρισέ της με χάρα ό,τι σου λείψει
και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε κι εσύ απ' το παραπόρτι...
Φέρνω δυο βόλτες το κλειδί στο παραπόρτι
σφιχτομαντάλωμα και χαροκόπι...
χωρίς την άσκημη βουή και τη μουγγή τη νέκρα
αχρείαστο να κάνω την καρδιά μου πέτρα...
Απλό το έμπα κι η ομορφιά σκερτσόζα
σε υποδέχεται με τη σκαστή της πόζα
μη λιγωθείς απ' το μετάνιωμα και φύγεις
μαλαγανιά μ' αν ξέρεις θα την αποφύγεις.
Κι απ' το ίδιο μέρος, με το φεύγα σκαρωμένο
αφήνεις το μετά σωρόκουβαρισμένο
και με βαθιά ανάσα κι όψη ανέμελη
σκαρώνω ιστορία μπόσικη, ρέμπελη.
φτερώνω τις λέξεις κι αν τις προσέξεις
θα βρεις κουράγιο από πίσω να τρέξεις
μα εγώ θα στέκω μακρυά και στο χρόνο τον προδότη
πείτε ότι βγήκα από το παραπόρτι...
με κουράσανε οι ποιητίσκοι - στιχοράφοι
κι οι λιμαδόροι, αριστερίσκοι της παλάντζας
το κηφηναριό της κωλορεβεράντζας.
Κι ούτε στων άφωνων θα σύρομαι τη περπατησιά
μα θα παραλογίζομαι απ' την αφοβησιά
ούτε στα όρτσα έρχομαι, ούτε στα μπόντζα μπαίνω
μα από το παραπότι μου όταν βρωμάει βγαίνω.
Κι αφήνομαι στα όμορφα μεσόστρατα
κάθε αρεστό ορκοπάτη να σκιάζω απ' τα λασπώματα
της φωτιάς περαματάρης και λαοκατάρατος
γιατί είμαι ηλιογέννητος και σκοταδομεγάλωτος.
Πως να τη βγάλω λοιπόν στα στείρα κι άβαθα
του τόπου του θαμμένου στα λουλουδοκάλαθα;
Τον παράδεισο των ευημερούντων ομοκρέβατων
τη νέα κουστωδία των ουρανοκατέβατων.
Στον τόπο των νεόπτωχων και των μπαϊλντισμένων,
των μισοαγράμματων και περιφρονημένων
των καταγέλαστων, των φτωχοδιαβόλων
των μαγαρισμένων και των πρώτων ρόλων.
Λοιπόν σε τούτο το μυγόχεσμα όταν θα δεις πεφτάστρι
της ξεπεσούρας ξέχνα το ανεμογκάστρι
ντύσου αφέγγαρη νυχτιά και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε στα κλεφτά από το παραπόρτι...
Τόλμα το κι άνοιξε και τις παρλάτες
άστες εκεί, στις κακότοπες στράτες
κι αν δεις το τέλος σου, κλείστου το μάτι
μη σε χρεώσει και σένα ορκοπάτη.
Τόλμα το κι άνοιξε κι αν βρεις τη θλίψη
χάρισέ της με χάρα ό,τι σου λείψει
και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε κι εσύ απ' το παραπόρτι...
Φέρνω δυο βόλτες το κλειδί στο παραπόρτι
σφιχτομαντάλωμα και χαροκόπι...
χωρίς την άσκημη βουή και τη μουγγή τη νέκρα
αχρείαστο να κάνω την καρδιά μου πέτρα...
Απλό το έμπα κι η ομορφιά σκερτσόζα
σε υποδέχεται με τη σκαστή της πόζα
μη λιγωθείς απ' το μετάνιωμα και φύγεις
μαλαγανιά μ' αν ξέρεις θα την αποφύγεις.
Κι απ' το ίδιο μέρος, με το φεύγα σκαρωμένο
αφήνεις το μετά σωρόκουβαρισμένο
και με βαθιά ανάσα κι όψη ανέμελη
σκαρώνω ιστορία μπόσικη, ρέμπελη.
φτερώνω τις λέξεις κι αν τις προσέξεις
θα βρεις κουράγιο από πίσω να τρέξεις
μα εγώ θα στέκω μακρυά και στο χρόνο τον προδότη
πείτε ότι βγήκα από το παραπόρτι...