Στου μπαρμπα Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί
φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί.
Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,
τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια.
Την βύθισή του στα μαύρα περασμένα
(τα για όλους ξεχασμένα) την 'εκανε για μένα
στα χαρτογραφημένα απ' τους αποθηριωμένους
με πήγε από μέρη λεύτερα τόπους ξεσφραγισμένους.
Πάμε Ακροναυπλία γι' αρχή μ' αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ' ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του 'χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα 'βγαινε σε έναν μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γιάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με λέγαν «Χάρο».
Δεν ήμουν στα κοπαδιαστά, στους κωλοπετσωμένους
ήμουνα ήδη στους νεκρούς τους κατασταλαγμένους.
Ξέρεις, απ' τα κοπάδια κάποιους τους είδα υπουργούς,
κυβερνήτες πατεράδες και γυιούς.
Μα φτου στο διόλο, σκατά στο στόμα μου
στην ψυχή ο παραδαρμός κι όχι στο σώμα μου.
Εμάς, του «τίποτα» μας σκοτώναν με το γάντι
ή ύστερα απ' το πετσόκομα μας δίναν πασαβάντι
και την στάμπα τους σε κάθε τρισκατάρατο,
γιατί η ιστορία στον τόπο αυτό είναι κατουροκάνατο
και αυτή που λες εσύ, μικρή κοσμογωνιά,
μια χαμηλοβλεπούσα είναι στην απολησμονιά.
Θα σου πω στα γρήγορα (πράγμα δυσκολοκάμωτο)
για κάθε προτάτο πλανερό και ατσαλάκωτο.
Το ΕΑΜ, τη Βάρκιζα, τα μαζεμένα «Yes»,
το κόμμα και την αποχή από τις εκλογές.
Τον Παπάγο, τον Πλαστήρα και τον βασιλιά,
τους αποστάτες και της Χούντας τη ληστοφωλιά,
το ΠΑΚ, την αντίσταση απ' το παράνομο κόμμα
- οι εκλεκτοί στα Παρίσια κι οι άτυχοι στο χώμα.
Για το νόμιμο κόμμα, το δώρο του εθνάρχη,
την αλλαγή, το καθεστώς του όπως λάχει,
τους κοσκωτάδες και το ροζέ '89
σερί πάει η γεννοβολιά μέχρι τούτη τη γενιά.
Θα 'θελα να με ρώταγες ποιος σκότωσε τον Άρη,
ποιος έδωσε τον Ράπτη και τον Καστοριάδη,
ποιος τον Λαμπράκη σκότωσε και ποιος τον Παναγούλη,
ποιος κρυβόταν πίσω από το μάυρο κουκούλι.
Τίνος Ρέμβη ήτανε η χουντομορταρία
και ποιοι οι ανθρωποφύλακες στα κελιά τα κρύα.
Ποιοι λοιδωρούσαν τα παιδιά στο Χημείο
και ποιοι της λευτεριάς δεν περάσαν το πορθμείο.
Ρώτα με λεβέντη μου, μέρες να σου λέω,
γι' άλλα θα βλέπεις να γελώ και γι' άλλα ίσως να κλαίω.
Κοντεύω τα εκατό - μεγάλη σερμαγιά
μα έξω απ' το μνημούρι μου η απολησμονιά.
φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί.
Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,
τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια.
Την βύθισή του στα μαύρα περασμένα
(τα για όλους ξεχασμένα) την 'εκανε για μένα
στα χαρτογραφημένα απ' τους αποθηριωμένους
με πήγε από μέρη λεύτερα τόπους ξεσφραγισμένους.
Πάμε Ακροναυπλία γι' αρχή μ' αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ' ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του 'χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα 'βγαινε σε έναν μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γιάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με λέγαν «Χάρο».
Δεν ήμουν στα κοπαδιαστά, στους κωλοπετσωμένους
ήμουνα ήδη στους νεκρούς τους κατασταλαγμένους.
Ξέρεις, απ' τα κοπάδια κάποιους τους είδα υπουργούς,
κυβερνήτες πατεράδες και γυιούς.
Μα φτου στο διόλο, σκατά στο στόμα μου
στην ψυχή ο παραδαρμός κι όχι στο σώμα μου.
Εμάς, του «τίποτα» μας σκοτώναν με το γάντι
ή ύστερα απ' το πετσόκομα μας δίναν πασαβάντι
και την στάμπα τους σε κάθε τρισκατάρατο,
γιατί η ιστορία στον τόπο αυτό είναι κατουροκάνατο
και αυτή που λες εσύ, μικρή κοσμογωνιά,
μια χαμηλοβλεπούσα είναι στην απολησμονιά.
Θα σου πω στα γρήγορα (πράγμα δυσκολοκάμωτο)
για κάθε προτάτο πλανερό και ατσαλάκωτο.
Το ΕΑΜ, τη Βάρκιζα, τα μαζεμένα «Yes»,
το κόμμα και την αποχή από τις εκλογές.
Τον Παπάγο, τον Πλαστήρα και τον βασιλιά,
τους αποστάτες και της Χούντας τη ληστοφωλιά,
το ΠΑΚ, την αντίσταση απ' το παράνομο κόμμα
- οι εκλεκτοί στα Παρίσια κι οι άτυχοι στο χώμα.
Για το νόμιμο κόμμα, το δώρο του εθνάρχη,
την αλλαγή, το καθεστώς του όπως λάχει,
τους κοσκωτάδες και το ροζέ '89
σερί πάει η γεννοβολιά μέχρι τούτη τη γενιά.
Θα 'θελα να με ρώταγες ποιος σκότωσε τον Άρη,
ποιος έδωσε τον Ράπτη και τον Καστοριάδη,
ποιος τον Λαμπράκη σκότωσε και ποιος τον Παναγούλη,
ποιος κρυβόταν πίσω από το μάυρο κουκούλι.
Τίνος Ρέμβη ήτανε η χουντομορταρία
και ποιοι οι ανθρωποφύλακες στα κελιά τα κρύα.
Ποιοι λοιδωρούσαν τα παιδιά στο Χημείο
και ποιοι της λευτεριάς δεν περάσαν το πορθμείο.
Ρώτα με λεβέντη μου, μέρες να σου λέω,
γι' άλλα θα βλέπεις να γελώ και γι' άλλα ίσως να κλαίω.
Κοντεύω τα εκατό - μεγάλη σερμαγιά
μα έξω απ' το μνημούρι μου η απολησμονιά.