Κοιμήσου, σου παρείγγειλαν θάνατο ανώδυνο στο σπίτι
και ένα μεγάλο για το φόβο μαγνήτη.
Για χάρη σου αγάλλονται οι ουρανοί
και σου ράβουν οι δαίμονες μαύρο πανί
για το σύντομο ταξίδι σου στα πλανεμένα μέρη
πήρες πάσο με τη σιωπή βουλοκέρι.
μικρό μου αστέρι, σαν μουτζούρα στης ζωής το τεφτέρι φαντάζεις,
κοιμάσαι όρθιος κι αδειάζεις.
Aλαφιάζεις κι όλα ξέχειλα τα θες,
δε χορταίνεις να γκρεμίζεις και να καις.
απλά εσύ θες κι οι πονηροί πάντα σου βρίσκουν τον τρόπο·
απλά εσύ φταις που δεν κάνεις ποτέ σου τον κόπο
να βρεις τα ωραία στου ονείρου το στρίφωμα,
να νιώσεις άνθρωπος αβάσταχτο λίγωμα.
Κι όλα όσα μέσα σου παρέμειναν ασύγκριτα
να γίνουνε άτρωτα, να μείνουν ανίκητα
σα λόγια αμίλητα που κρύβουν τον κόσμο ολάκερο
μες σ' ένα σύννεφο θολό κι ένα πεφτάστερο,
σ' ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιου δέντρου τις ρίζες
σε φορεσιές χειμωνιάτικες γκρίζες.
Μα συ λες και δεν είδες, μα συ λες και δεν είδες
τη σκοτεινιά που έχουν κρύψει στην αλήθεια από κάτω·
γι' αυτό, έλα, ύπνε το άμοιρο πάρ' το.
Έλα ύπνε, πάρ' το,
στα σκουπίδια μέσα βάλτο...
Έλα ύπνε, από νωρίς και γλυκοκοίμησέ το
κι απ' το ποδάρι με τη νύχτα πιάσ' το, κόλλησε το.
Μισή σιωπή δική σου, η άλλη μισή δική του·
στη πλάτη φόρτωσε, μη βλέπει τη ντροπή του.
Στη γη του μη σκοντάφτει στιγμή, κι επειδή
έχει το βήμα βαρύ και ένα καινούριο πανωφόρι φαρδύ
για την καμπούρα, και στα μάτια έχει τσιμπλιάσει η θολούρα
αργοσαλεύει, χαζεύει σαν πλαστική σημαδούρα.
Πότε βουλιάζει κι αγκιστρώνει στον πάτο στα σκούρα
ή πελαγώνει σε μια ελάχιστη σκοτούρα.
Πότε ανοίγει πανιά για το μεγάλο ταξίδι,
πότε σφραγίζει σαν πεισματάρικο στρείδι.
Κοιμάται ακόμα σαν φίδι τον ίδιο ύπνο
μες στου δικαίου το σπίτι και σ' ένα νιόφερτο λίκνο.
Ύπνε του ράβεις τα μάτια με μολυβένιες κλωστές·
του βάζω τόσες φωνές, μα 'κείνο χίλιες αλλάζει μεριές
σαν βελόνα χαλασμένη σε πυξίδα,
σαν σακάτης με μουδιασμένη αρίδα.
Σε φαγωμένη σανίδα απάνω βάλτο
και στα σκουπίδια, ύπνε, θάψ' το.
και ένα μεγάλο για το φόβο μαγνήτη.
Για χάρη σου αγάλλονται οι ουρανοί
και σου ράβουν οι δαίμονες μαύρο πανί
για το σύντομο ταξίδι σου στα πλανεμένα μέρη
πήρες πάσο με τη σιωπή βουλοκέρι.
μικρό μου αστέρι, σαν μουτζούρα στης ζωής το τεφτέρι φαντάζεις,
κοιμάσαι όρθιος κι αδειάζεις.
Aλαφιάζεις κι όλα ξέχειλα τα θες,
δε χορταίνεις να γκρεμίζεις και να καις.
απλά εσύ θες κι οι πονηροί πάντα σου βρίσκουν τον τρόπο·
απλά εσύ φταις που δεν κάνεις ποτέ σου τον κόπο
να βρεις τα ωραία στου ονείρου το στρίφωμα,
να νιώσεις άνθρωπος αβάσταχτο λίγωμα.
Κι όλα όσα μέσα σου παρέμειναν ασύγκριτα
να γίνουνε άτρωτα, να μείνουν ανίκητα
σα λόγια αμίλητα που κρύβουν τον κόσμο ολάκερο
μες σ' ένα σύννεφο θολό κι ένα πεφτάστερο,
σ' ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιου δέντρου τις ρίζες
σε φορεσιές χειμωνιάτικες γκρίζες.
Μα συ λες και δεν είδες, μα συ λες και δεν είδες
τη σκοτεινιά που έχουν κρύψει στην αλήθεια από κάτω·
γι' αυτό, έλα, ύπνε το άμοιρο πάρ' το.
Έλα ύπνε, πάρ' το,
στα σκουπίδια μέσα βάλτο...
Έλα ύπνε, από νωρίς και γλυκοκοίμησέ το
κι απ' το ποδάρι με τη νύχτα πιάσ' το, κόλλησε το.
Μισή σιωπή δική σου, η άλλη μισή δική του·
στη πλάτη φόρτωσε, μη βλέπει τη ντροπή του.
Στη γη του μη σκοντάφτει στιγμή, κι επειδή
έχει το βήμα βαρύ και ένα καινούριο πανωφόρι φαρδύ
για την καμπούρα, και στα μάτια έχει τσιμπλιάσει η θολούρα
αργοσαλεύει, χαζεύει σαν πλαστική σημαδούρα.
Πότε βουλιάζει κι αγκιστρώνει στον πάτο στα σκούρα
ή πελαγώνει σε μια ελάχιστη σκοτούρα.
Πότε ανοίγει πανιά για το μεγάλο ταξίδι,
πότε σφραγίζει σαν πεισματάρικο στρείδι.
Κοιμάται ακόμα σαν φίδι τον ίδιο ύπνο
μες στου δικαίου το σπίτι και σ' ένα νιόφερτο λίκνο.
Ύπνε του ράβεις τα μάτια με μολυβένιες κλωστές·
του βάζω τόσες φωνές, μα 'κείνο χίλιες αλλάζει μεριές
σαν βελόνα χαλασμένη σε πυξίδα,
σαν σακάτης με μουδιασμένη αρίδα.
Σε φαγωμένη σανίδα απάνω βάλτο
και στα σκουπίδια, ύπνε, θάψ' το.