Μες το δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους βυθίζεται
σε χάος γαλάζιο
αθρώποι αφήστε με
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.
Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει
απ' το χρυσόνειρο
στην μαύρη πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.
Ω! σεις χαμόσυρτα
λέρα σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.
Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα 'χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν' αξιωθεί
να σ' ανατάραζε,
σκότος βαθή;
Πίσου απ' τα λόγια μου
πικρά φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί;
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.»
Να ταν να ξήλωνεν
απ' την καρδιά μου
Θέληση αβάσταγη
κι άγρια καριά μου
και να με σήκωνες
μ' άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσες
με τον καιρό.
Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τους καλόκαιρους
και με τις μπόρες
να με κατέβαζες αγαλινά
όπου τ' ανθρώπινο
πλήθος πονά.
Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ' ακάθαρτα
και προσευκές.
Στα στήθη να μπαινα
σαν την ανάσα,
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν' ακούς αδιάκοπα
τη διδαχή:
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.»
«Αν είν' η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.»
«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς»!
«Τ' άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ' τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.»
Σφίξε τα χέρια σου,
για Σένα κράτει
τ' άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά νιωθες
άστρων σπορά.»
Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόντα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλι' αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος!
Είν' από πίσω σου
κρυφός ο οχτρός»!
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
(κόπος βαρής!)
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις»
που αναγαλλιάζω
κι ο νους βυθίζεται
σε χάος γαλάζιο
αθρώποι αφήστε με
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.
Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει
απ' το χρυσόνειρο
στην μαύρη πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.
Ω! σεις χαμόσυρτα
λέρα σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.
Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα 'χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν' αξιωθεί
να σ' ανατάραζε,
σκότος βαθή;
Πίσου απ' τα λόγια μου
πικρά φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί;
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.»
Να ταν να ξήλωνεν
απ' την καρδιά μου
Θέληση αβάσταγη
κι άγρια καριά μου
και να με σήκωνες
μ' άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσες
με τον καιρό.
Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τους καλόκαιρους
και με τις μπόρες
να με κατέβαζες αγαλινά
όπου τ' ανθρώπινο
πλήθος πονά.
Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ' ακάθαρτα
και προσευκές.
Στα στήθη να μπαινα
σαν την ανάσα,
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν' ακούς αδιάκοπα
τη διδαχή:
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.»
«Αν είν' η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.»
«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς»!
«Τ' άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ' τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.»
Σφίξε τα χέρια σου,
για Σένα κράτει
τ' άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά νιωθες
άστρων σπορά.»
Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόντα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλι' αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος!
Είν' από πίσω σου
κρυφός ο οχτρός»!
«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
(κόπος βαρής!)
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις»