Σε βλέπω να τρέμεις και να χλωμιάζεις,
δαρμένες συλλαβές αδέξια γύρω ν' αραδειάζεις,
λίγο-λίγο ν' αδειάζεις από τα λόγια τα επιχρυσωμένα
ανάμεσα σε πυρά διασταυρωμένα.
Ξεφτισμένα ονείρατα, κουφάρια στυλωμένα,
μακρυά από μένα της σιωπής τα περιμαζεμένα.
Από τα σωριασμένα ακούω στο μισοσκόταδο
τραγούδι ανοιχτόκαρδο, γεράκι στο λιόκλαδο
που αναπολεί τα πρώτερα τ' αλύγιστα,
τα λόγια τα μονάκριβα, τ' αμεταχείριστα.
Τα όμορφα, είναι αθάνατα τα όμορφα
κι οι ασχήμιες στηριγμένες με σαπιόκαρφα.
Μιλάς γι' αυτές, μου τις σερβίρεις γι' αύριο·
με τη βλακεία εξημερώνεις κάθε άγριο
πουδραρισμένες φάτσες, αγάμητες κυράτσες,
καλλιτεχνάδες, διανοούμενους λινάτσες,
φουρκισμένα, μισοκαυλωμένα νιάτα,
φουσκωμένα κορμάκια, μικρά ανάλαφρα πιάτα.
Θάματα, μου λες για θάματα
σαν κηδεμόνας ναρκωμένος απ' τα αγιάσματα.
Κυνηγός και δεσμοφύλακας μου τάζεσαι,
με κλειδώνεις, με κομματιάζεις, με μοιράζεσαι.
Μα ένα σου λέω και κράτα το -
συνομήλικος είναι ο φόβος με το θάνατο.
Αύριο - ό,τι κι αν πεις για το αύριο
πάλι θα 'ναι σα ποιήμα με λόγια αφηρημένα.
Αύριο - περιγραφή σε ναυάγιο
με τον καπετάνιο να 'χει τα χέρια σταυρωμένα.
Αύριο - όποιον και να 'χεις δίπλα σου άγιο,
δε σου βγάζει απ' το κεφάλι ιδέα θαυματουργή.
Αύριο - ανηφορίζω και θα ζήσω το αύριο
σα να τραβάω μια γάζα απ' την πληγή.
Μ' ανέκδοτα ξενέρωτα μας ζάλισες τον έρωτα,
το αύριο παρέλυσε σε βράδυα αξημέρωτα.
Σου τέλειωσαν τα θέματα, τα όνειρά σου ψέμματα
και τα μυαλά στα σύννεφα ακατέβατα.
Δε ξέρω αν βλέπεις και πως αντέχεις
ν' αναμασάς το ίδιο σενάριο, στα ίδια να επιστρέφεις,
ξανά πάλι σα τη μέρα της μαρμότας
το κουμπί να ψάχνεις της ξεκούμπωτης σου ρόμπας.
Και τα πράγματα, τα ίδια πράγματα
μαντεύεις χωρίς ρίσκο και βουλωμένα γράμματα.
Μ' αν δε κοιτάς όπου πατάς, θα πέφτεις στη παγίδα,
την ίδια με το θάνατο απλώνετε αρίδα.
Φτιάχνεις τ' αύριο όπως το χθες και το μεθαύριο,
κατάπιες και τον πυρετό, παγώνεις τον υδράργυρο,
αράδα πας και δε ρωτάς - μη με ρωτάς -
στήσε αυτί, στα νιάτα σου χρωστάς
πολλά, αλλά της πέτσας σου σηκώνεται η τρίχα
και πετάς από τα όμορφα τη ψίχα·
ενώ εγώ με όσο νου μου φτάνει για να στέκω,
αρχάριο και μαγικό το αύριο θα βλέπω.
Αύριο - και μας τελειώσαν τα θάματα.
Κλειστά περάσματα, τσάμπα τ' αγιάσματα
κι εσύ βρωμονιόβγαλτε κοιτάς κατάματα
τ' ασάλευτα και τ' αχάλαστα
που ο φόβος τα κρατάει μακρυα - μην αγγίζεις -
προς τα πίσω μοναχά στα τυφλά να βαδίζεις,
μακρυά από μένα ονείρατα ξεφτισμένα·
μακρυα από μένα δανεικά ονείρατα ξεφτισμένα
Αύριο...
Θα ζήσω τ' αύριο σαν να τραβάω μια γάζα απ' τη πληγή.
δαρμένες συλλαβές αδέξια γύρω ν' αραδειάζεις,
λίγο-λίγο ν' αδειάζεις από τα λόγια τα επιχρυσωμένα
ανάμεσα σε πυρά διασταυρωμένα.
Ξεφτισμένα ονείρατα, κουφάρια στυλωμένα,
μακρυά από μένα της σιωπής τα περιμαζεμένα.
Από τα σωριασμένα ακούω στο μισοσκόταδο
τραγούδι ανοιχτόκαρδο, γεράκι στο λιόκλαδο
που αναπολεί τα πρώτερα τ' αλύγιστα,
τα λόγια τα μονάκριβα, τ' αμεταχείριστα.
Τα όμορφα, είναι αθάνατα τα όμορφα
κι οι ασχήμιες στηριγμένες με σαπιόκαρφα.
Μιλάς γι' αυτές, μου τις σερβίρεις γι' αύριο·
με τη βλακεία εξημερώνεις κάθε άγριο
πουδραρισμένες φάτσες, αγάμητες κυράτσες,
καλλιτεχνάδες, διανοούμενους λινάτσες,
φουρκισμένα, μισοκαυλωμένα νιάτα,
φουσκωμένα κορμάκια, μικρά ανάλαφρα πιάτα.
Θάματα, μου λες για θάματα
σαν κηδεμόνας ναρκωμένος απ' τα αγιάσματα.
Κυνηγός και δεσμοφύλακας μου τάζεσαι,
με κλειδώνεις, με κομματιάζεις, με μοιράζεσαι.
Μα ένα σου λέω και κράτα το -
συνομήλικος είναι ο φόβος με το θάνατο.
Αύριο - ό,τι κι αν πεις για το αύριο
πάλι θα 'ναι σα ποιήμα με λόγια αφηρημένα.
Αύριο - περιγραφή σε ναυάγιο
με τον καπετάνιο να 'χει τα χέρια σταυρωμένα.
Αύριο - όποιον και να 'χεις δίπλα σου άγιο,
δε σου βγάζει απ' το κεφάλι ιδέα θαυματουργή.
Αύριο - ανηφορίζω και θα ζήσω το αύριο
σα να τραβάω μια γάζα απ' την πληγή.
Μ' ανέκδοτα ξενέρωτα μας ζάλισες τον έρωτα,
το αύριο παρέλυσε σε βράδυα αξημέρωτα.
Σου τέλειωσαν τα θέματα, τα όνειρά σου ψέμματα
και τα μυαλά στα σύννεφα ακατέβατα.
Δε ξέρω αν βλέπεις και πως αντέχεις
ν' αναμασάς το ίδιο σενάριο, στα ίδια να επιστρέφεις,
ξανά πάλι σα τη μέρα της μαρμότας
το κουμπί να ψάχνεις της ξεκούμπωτης σου ρόμπας.
Και τα πράγματα, τα ίδια πράγματα
μαντεύεις χωρίς ρίσκο και βουλωμένα γράμματα.
Μ' αν δε κοιτάς όπου πατάς, θα πέφτεις στη παγίδα,
την ίδια με το θάνατο απλώνετε αρίδα.
Φτιάχνεις τ' αύριο όπως το χθες και το μεθαύριο,
κατάπιες και τον πυρετό, παγώνεις τον υδράργυρο,
αράδα πας και δε ρωτάς - μη με ρωτάς -
στήσε αυτί, στα νιάτα σου χρωστάς
πολλά, αλλά της πέτσας σου σηκώνεται η τρίχα
και πετάς από τα όμορφα τη ψίχα·
ενώ εγώ με όσο νου μου φτάνει για να στέκω,
αρχάριο και μαγικό το αύριο θα βλέπω.
Αύριο - και μας τελειώσαν τα θάματα.
Κλειστά περάσματα, τσάμπα τ' αγιάσματα
κι εσύ βρωμονιόβγαλτε κοιτάς κατάματα
τ' ασάλευτα και τ' αχάλαστα
που ο φόβος τα κρατάει μακρυα - μην αγγίζεις -
προς τα πίσω μοναχά στα τυφλά να βαδίζεις,
μακρυά από μένα ονείρατα ξεφτισμένα·
μακρυα από μένα δανεικά ονείρατα ξεφτισμένα
Αύριο...
Θα ζήσω τ' αύριο σαν να τραβάω μια γάζα απ' τη πληγή.