Όταν ο χρόνος μοιάζει σαν άδεια κολυμπήθρα
το λογάδι σου γίνεται σκλήθρα.
Και φόβος μακρόσκιος κακοταιριάρης,
μήπως και γίνεις δουλευτής θεληματάρης.
Μ' αν απ' τα γεννοφάσκια σου και τη θαμπή σου φτιάξη
σέρνεις τα λάθια των καιρών, άντε ν' αλλάξει.
Σκέτη σκοτούρα και λάθρο το σπούδαγμα,
σκάρτο το ζύμωμα - λειψό το φούρνισμα.
Κι αν σου 'τανε μοιρόγραφτο να ζεις με συγχαρίκια
άντε περπάτα μόνος σου χωρίς τα δεκανίκια.
Την ήπια την πικράδα αυτή στην πρώτη απραγιά μου
και σύρανε τ' αμάθευτα να γίνουνε δικά μου.
Κι ήθελα κάθε ανήμπορο να κάνω μπορετό
μα όπως στο κρυφούπνι μου σα το χασμουρητό
με παίρνανε χαμπάρι οι κλαψομοίρηδες,
οι ατσαλάκωτοι, βουβοί και νοικοκύρηδες.
Κι η άσβεστη δίψα μου έμοιζε χασομέρι
και σαν οι αχυρόμυαλοι να μου δεναν το χέρι.
Μ' αν είναι μες στο κράμα σου και το ποθεί η ψυχή σου,
λεύτερο θα 'χεις ουρανό και χόρτασμα τη γη σου.
Έτσι σ' αυτό το παιδεμό, φιλόμαχος αν είσαι,
μείνε αφανέρωτος - μα την οργή σου φτύσε.
Πάρε κουράγιο να χαθείς στου ονείρου σου τα βάθια
από της φτιάξης μας να βρεις τα πιο ωραία λάθια.
Από τη φτιάξη μας ως τη χάση
μια περασιά είμαστε όλοι, τάμα στη μοίρα.
Ξεφυσάμε στο σκολιανό μας γιορτάσι
που άλλη μια μέρα δεν πάθαμε φύρα.
Αν όμως στέκονται κομποδεμένα τα λάθια μας
πίσω απ' τη γλώσσα και στο πετσί μας,
κάλλιο σαράκι να χωθεί στα κατακάθια μας
ν' ανοίξει τρύπα να χυθούν απάνω στο ραμφί μας
σα φλόγες, σα κύματα και σα λερά λεπίδια
σαν όνειρα βαθιά στα πρωτούπνια,
συρμένα από τη ρίζα μας ως την κορφή σα φίδια
να μας τυραννάνε - ας όψονται - μ' αγρύπνια.
Κι όσο θα γυροφέρνουνε στης κούτρας το σμιλάρι,
θ' ανηφορίζουνε τραδούδια προς τ' αστέρια
και σκάτζα κάνουνε με τα σωστά στο αρμάρι
της φτιάξης τα λάθια τα έρμα και τα ταίρια.
το λογάδι σου γίνεται σκλήθρα.
Και φόβος μακρόσκιος κακοταιριάρης,
μήπως και γίνεις δουλευτής θεληματάρης.
Μ' αν απ' τα γεννοφάσκια σου και τη θαμπή σου φτιάξη
σέρνεις τα λάθια των καιρών, άντε ν' αλλάξει.
Σκέτη σκοτούρα και λάθρο το σπούδαγμα,
σκάρτο το ζύμωμα - λειψό το φούρνισμα.
Κι αν σου 'τανε μοιρόγραφτο να ζεις με συγχαρίκια
άντε περπάτα μόνος σου χωρίς τα δεκανίκια.
Την ήπια την πικράδα αυτή στην πρώτη απραγιά μου
και σύρανε τ' αμάθευτα να γίνουνε δικά μου.
Κι ήθελα κάθε ανήμπορο να κάνω μπορετό
μα όπως στο κρυφούπνι μου σα το χασμουρητό
με παίρνανε χαμπάρι οι κλαψομοίρηδες,
οι ατσαλάκωτοι, βουβοί και νοικοκύρηδες.
Κι η άσβεστη δίψα μου έμοιζε χασομέρι
και σαν οι αχυρόμυαλοι να μου δεναν το χέρι.
Μ' αν είναι μες στο κράμα σου και το ποθεί η ψυχή σου,
λεύτερο θα 'χεις ουρανό και χόρτασμα τη γη σου.
Έτσι σ' αυτό το παιδεμό, φιλόμαχος αν είσαι,
μείνε αφανέρωτος - μα την οργή σου φτύσε.
Πάρε κουράγιο να χαθείς στου ονείρου σου τα βάθια
από της φτιάξης μας να βρεις τα πιο ωραία λάθια.
Από τη φτιάξη μας ως τη χάση
μια περασιά είμαστε όλοι, τάμα στη μοίρα.
Ξεφυσάμε στο σκολιανό μας γιορτάσι
που άλλη μια μέρα δεν πάθαμε φύρα.
Αν όμως στέκονται κομποδεμένα τα λάθια μας
πίσω απ' τη γλώσσα και στο πετσί μας,
κάλλιο σαράκι να χωθεί στα κατακάθια μας
ν' ανοίξει τρύπα να χυθούν απάνω στο ραμφί μας
σα φλόγες, σα κύματα και σα λερά λεπίδια
σαν όνειρα βαθιά στα πρωτούπνια,
συρμένα από τη ρίζα μας ως την κορφή σα φίδια
να μας τυραννάνε - ας όψονται - μ' αγρύπνια.
Κι όσο θα γυροφέρνουνε στης κούτρας το σμιλάρι,
θ' ανηφορίζουνε τραδούδια προς τ' αστέρια
και σκάτζα κάνουνε με τα σωστά στο αρμάρι
της φτιάξης τα λάθια τα έρμα και τα ταίρια.