Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Πρώτη εκτέλεση: Χαΐνηδες
Δυο κυνηγοί λαβώσανε στα όρη σ' ένα ρυάκι
την ώρα που δροσίζουνταν ωριόπλουμο γεράκι.
Για πολιτεία μακρινή το πήραν κι εμισέψαν
και φέρανε στην κλίνη του γιατρό και το γιατρέψαν.
Κι εδώσαν του χρυσό κλουβί με αργυρό λουκέτο
και με μωροκανάκισμα μοσχαναθρέφανέ το.
Επρόβαλε μιαν ταχινή ο ήλιος παιγνιδιάρης
χαΐνης, ξεμπετούριαστος κι ερωτοδιοματάρης.
΄Ηλιε μου, αφέντη τ' ουρανού, σ' ανατολή και δύση
πε μου μαντάτα του βουνού που τό 'χω πεθυμήσει.
΄Ηρθενε πάλι η άνοιξη, μαυλίστρα με τα μάγια
και λουλουδίσανε οι κορφές κι ανθίσανε τα πλάγια.
Και πότε κάνει τη ζωή μελίσσι στα κλωνάρια
πότε μουρμούρι του νερού στου αγριμιού τ' αχνάρια.
Πότε παράπονο γλυκό που σμίγει με τ' αέρι
και πότε όνειρο τρεζό που πέφτει με τ' αστέρι.
Κι ήδεσ' ο έρωτας αθούς και φύλλα στο δοξάρι
και τρέχει και παιζογελά αξέγνοιος στο χορτάρι.
Πόσος καιρός επέρασε αλήθεια είχε ξεχάσει
παιδί 'ταν που πρωτόδενε τον έρωτα να πράσσει.
Εκίνησε τ' άγριο πουλί στα όρη για να πάει
και του 'φανίστη το κλουβί θεριό να τονε φάει,
και χίμηξε με τα φτερά και με τα κράνυχά ντου
κι ήβαψε το χρυσό κλουβί το αίμα τση καρδιάς του.
Και πήρε ο ήλιος πιτσιλιά στη μπάντα που φωλεύγει
γιαυτό ροδίζει ο ουρανός κάθε που βασιλεύγει.
Περνούν οι μέρες κι οι καιροί κι ο λογισμός μερεύγει
σαν το νερό στη χαχαλιά μοιάζει η ζωή να φεύγει.
Κι η ιστορία επόμεινε και τα πουλιά βουρκώνα
σαν τη διηγούνταν στα μικρά τα βράδια του χειμώνα.
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Πρώτη εκτέλεση: Χαΐνηδες
Δυο κυνηγοί λαβώσανε στα όρη σ' ένα ρυάκι
την ώρα που δροσίζουνταν ωριόπλουμο γεράκι.
Για πολιτεία μακρινή το πήραν κι εμισέψαν
και φέρανε στην κλίνη του γιατρό και το γιατρέψαν.
Κι εδώσαν του χρυσό κλουβί με αργυρό λουκέτο
και με μωροκανάκισμα μοσχαναθρέφανέ το.
Επρόβαλε μιαν ταχινή ο ήλιος παιγνιδιάρης
χαΐνης, ξεμπετούριαστος κι ερωτοδιοματάρης.
΄Ηλιε μου, αφέντη τ' ουρανού, σ' ανατολή και δύση
πε μου μαντάτα του βουνού που τό 'χω πεθυμήσει.
΄Ηρθενε πάλι η άνοιξη, μαυλίστρα με τα μάγια
και λουλουδίσανε οι κορφές κι ανθίσανε τα πλάγια.
Και πότε κάνει τη ζωή μελίσσι στα κλωνάρια
πότε μουρμούρι του νερού στου αγριμιού τ' αχνάρια.
Πότε παράπονο γλυκό που σμίγει με τ' αέρι
και πότε όνειρο τρεζό που πέφτει με τ' αστέρι.
Κι ήδεσ' ο έρωτας αθούς και φύλλα στο δοξάρι
και τρέχει και παιζογελά αξέγνοιος στο χορτάρι.
Πόσος καιρός επέρασε αλήθεια είχε ξεχάσει
παιδί 'ταν που πρωτόδενε τον έρωτα να πράσσει.
Εκίνησε τ' άγριο πουλί στα όρη για να πάει
και του 'φανίστη το κλουβί θεριό να τονε φάει,
και χίμηξε με τα φτερά και με τα κράνυχά ντου
κι ήβαψε το χρυσό κλουβί το αίμα τση καρδιάς του.
Και πήρε ο ήλιος πιτσιλιά στη μπάντα που φωλεύγει
γιαυτό ροδίζει ο ουρανός κάθε που βασιλεύγει.
Περνούν οι μέρες κι οι καιροί κι ο λογισμός μερεύγει
σαν το νερό στη χαχαλιά μοιάζει η ζωή να φεύγει.
Κι η ιστορία επόμεινε και τα πουλιά βουρκώνα
σαν τη διηγούνταν στα μικρά τα βράδια του χειμώνα.