Στου Λιλιμπάγια την πλαγιά
μια κουκουβάγια με γυαλιά
κούρνιαζε μέσα στα κλαδιά
κι όσο βραδιάζει και σκοτεινιάζει
όλο και βγάζει την κραυγή της ανίας,
της αϋπνίας και της μοναξιάς:
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Στριφογυρί-γυρίζει η γη
και ξυπνητός ως την αυγή,
βγάζω κι εγώ συνεχώς
την κραυγή της μοναξιάς:
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
μια κουκουβάγια με γυαλιά
κούρνιαζε μέσα στα κλαδιά
κι όσο βραδιάζει και σκοτεινιάζει
όλο και βγάζει την κραυγή της ανίας,
της αϋπνίας και της μοναξιάς:
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Στριφογυρί-γυρίζει η γη
και ξυπνητός ως την αυγή,
βγάζω κι εγώ συνεχώς
την κραυγή της μοναξιάς:
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.
Άου-Βάου-Κουκουβάου.