Το '69 καθώς γυρνούσα εδώ και εκεί,
τους δρόμους έπαιρνα νωρίς απ' το πρωί,
είδα ένα φίλο λιωμένο από ρακί,
τα παρατάω μου 'πε κι αρχίζω απ' την αρχή.
Σ' ένα παγκάκι στο μουσείο σε μια γωνιά,
μου πε κλατάρω δεν αντέχω άλλο πια,
δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά,
θα τα φτύσω όλα και θα φύγω μια βραδιά.
Τ' αφεντικό με βρίζει η μάνα μου βογγά,
μια καλημέρα δεν μου λεν στη γειτονιά,
πως είμαι αλήτης συνεχώς μου κοπανά,
γι' αυτό σου λέω Παύλο φεύγω πια για τα καλά.
Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί,
βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή,
όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή,
τον Λευτέρη λέει τον εκλείσαν φυλακή.
Aποπλάνησε είπαν δεκαεξάχρονη μικρή.
Aποπλάνησε είπαν...
τους δρόμους έπαιρνα νωρίς απ' το πρωί,
είδα ένα φίλο λιωμένο από ρακί,
τα παρατάω μου 'πε κι αρχίζω απ' την αρχή.
Σ' ένα παγκάκι στο μουσείο σε μια γωνιά,
μου πε κλατάρω δεν αντέχω άλλο πια,
δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά,
θα τα φτύσω όλα και θα φύγω μια βραδιά.
Τ' αφεντικό με βρίζει η μάνα μου βογγά,
μια καλημέρα δεν μου λεν στη γειτονιά,
πως είμαι αλήτης συνεχώς μου κοπανά,
γι' αυτό σου λέω Παύλο φεύγω πια για τα καλά.
Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί,
βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή,
όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή,
τον Λευτέρη λέει τον εκλείσαν φυλακή.
Aποπλάνησε είπαν δεκαεξάχρονη μικρή.
Aποπλάνησε είπαν...