Πάντα καθίζω σαν σε δω
για δεν μπορώ να στέκω
φως μου, το γιαντιλίκι σου
και πώς να το παλεύω.
Να σε φιλήσω θέλω εγώ
'πο κάτω στο πηγούνι
εκεί που παίζει και χτυπά
του τράγου το κουδούνι.
Να πας να βρεις ένα παπά
μεγάλο ξομολόγο
και πες του πως μ' αρνήθηκες
χωρίς κανένα λόγο.
Εκομποδέσαν οι κλωστές
μπερδέψανε στο χτένι
κι αρρώστησε η Ανυφαντού
να λύνει και να δένει.
Αρρώστησε η Ανυφαντού
και μπλιό της δεν ξυφαίνει
εκομποδέσαν οι κλωστές
και σπάσανε το χτένι.
για δεν μπορώ να στέκω
φως μου, το γιαντιλίκι σου
και πώς να το παλεύω.
Να σε φιλήσω θέλω εγώ
'πο κάτω στο πηγούνι
εκεί που παίζει και χτυπά
του τράγου το κουδούνι.
Να πας να βρεις ένα παπά
μεγάλο ξομολόγο
και πες του πως μ' αρνήθηκες
χωρίς κανένα λόγο.
Εκομποδέσαν οι κλωστές
μπερδέψανε στο χτένι
κι αρρώστησε η Ανυφαντού
να λύνει και να δένει.
Αρρώστησε η Ανυφαντού
και μπλιό της δεν ξυφαίνει
εκομποδέσαν οι κλωστές
και σπάσανε το χτένι.