R x 2:
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Ήταν ένα μεσημέρι με τον ήλιο ντάλα, που τ' αλάνια μου ονειρευόνταν ακρογιάλια,
Και ανοίγανε τα μάτια και βλέπανε τσιμέντο παντού, ρίζα κακού φυτεμού.
Και θέλανε τα πάντα να αρχίσουν να γκρεμίζουν, μα αντί γι'αυτό τη πρασινάδα ποτίζουν,
Να μεγαλώσει και προσωρινά το γκρίζο να κρύψει, μα εκείνη θέλει πρώτα το μυαλό τους να στύψει.
Μέχρι να μην είναι ορατό σε αυτούς το καμουφλάζ και ας είναι ο κόσμος όλος ένα απέραντο γκαράζ,
Μα άστα να πάνε, μ' έπιασε πολυλογία και ήθελα λεει να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια.
Και πάνω που είχα αρχίσει να πιάνω τον ειρμό, τι ειρωνεία για ένα ρεφρέν σταματώ.
R x 2:
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Περνάνε και με παίρνουνε λοιπόν για περατζάδα, σίγουρα πάντως όχι για να δούμε τη λιακάδα,
Τους είχε καρφωθεί η φούντα στο μυαλό, αιχμάλωτοι στο ψυχολογικό εθισμό.
Φτάνουμε με ανάποδα στον τόπο του κακού σε μια πλατεία απ'τις τελείως "who",
Aρχίσαν τα δικά τους για άλλη μια φορά, ξενέρωτος πως είμαι πως χαλάω τη παρέα.
Είχαν κουραστεί δεν επέμεναν πολύ, αρχίσαν τα σαλιώματα χαρτί με χαρτί,
Ειρωνεία στην ειρωνεία άλλη μία και δω, οι μπαμπάδες τους, τους μάθαιναν να φτιάχνουν αετό.
Αρχίζει ν'αλαφρώνει μια σακούλα βαριά που μου 'φερε στη σκέψη δικαστήρια πολλά,
Τι το'θελα και γω με τη σκέψη στο κακό, πάω να γυρίσω και αντικρίζω μπατσικό,
Είδα τη ζωή μου όλη "deja vu", ενώ ο διπλανός είχε αντίδραση ασβού,
Ρίχνω αμέσως σύρμα και το παίζω και καλά, μα είμαι σίγουρος οι πούστηδες μας πήραν μυρουδιά.
Ο στρίφτης ο καλός τα πετάει όλα με μια, μα η γόπα στο αυτί καμάρωνε για τα καλά,
Πάει να το παίξει άνετος, ανοίγει το πακέτο μα μέσα του τη φύλαγε λουλούδι "σπαρματσέτο".
-Καλησπέρα.
-Μια....ΓΕΙΑ!....χαρά.
Σα μια συμφωνική, με μια παραφωνία, τα κάναμε πουτάνα, τρεμάμενες φωνές, μα οι μπάτσοι ως γνωστό μεγάλες αδερφές.
Απέναντι στον ίσκιο δυο πρόσφυγες αράζαν, μ'ένα ραδιοφωνάκι τη κούραση ησύχαζαν,
Ξυπόλυτοι και αδύνατοι μα πάντα ευγενικοί, αγαπητές φιγούρες σε λάθος εποχή.
Γαμώψυχοι οι μπάτσοι πηγαίνουν προς τα 'κεί, αρχίζουν τις κλωτσιές με μια γνωστή αφορμή,
-Μπρος κωλαλβανοί φευγάτε από δω, γεια σας μάγκες απόγευμα καλό...
Κρατάμε ο ένας τον άλλο, κανείς μη σηκωθεί, σ' αυτό το κωλοσύστημα χαμένος ποιος θα βγει;
Αυτός που υπερασπίζεται το πατριωτισμό ή όποιος σημαία ψάχνει όταν τον πάει τσιρλιό;
Ορκίζομαι το ένιωσα εκείνη τη στιγμή, αν ήμουν δολοφόνος δεν θα'χα ενοχή,
Όμως να εκδικηθώ θα μου δοθεί ευκαιρία, δεν είναι μακριά η επόμενη πορεία.
Για μένα είναι ένας πόλεμος καλό αυτό ή κακό, έτσι την έχω δει μέσα απ' αυτά που ζω.
Τα μάτια αδικημένων υγρά και απορημένα θα πρέπει κάποια απαίτηση να έχουν και από μένα.
R x 2:
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Πέρα απ' την ειρωνεία αυτή καθ'αυτή, για σκέψου πως θα ήτανε αλλιώς αν είχαν'ρθει,
Για σκέψου να με δένανε χωρίς καν να'χω πιει και μια ζωή να έσερνα τη στάμπα χασικλή.
Για σκέψου οι μετανάστες να'χαν τσαμπουκαλευτεί και πίσω σ'ένα πόλεμο να'χαν απελαθεί,
Για σκέψου, μα αν σκεφτείς πολύ μπορεί να τρελαθείς, καλύτερα ν'αντέξεις για ν'αντισταθείς.
Για να σε βοηθήσω και να εξιλεωθώ, σου αφήνω ένα φινάλε με χαμόγελο πικρό.
Έτσι λοιπόν το ρίχνω λιγάκι στο μελό, θυμήθηκα τη γκόμενα που είδα στο μετρό,
Που ξέρεις ίσως να'ναι αυτή το άλλο μου μισό, μα ο ελεγκτής μου χώθηκε πριν να χωθώ εγώ,
Με μια καρδιά μισή που πάω εγώ πορεία, μα τώρα που το σκέφτηκα μου λύνω απορία,
Ίσως να'ναι καλύτερα πού'ναι μισή από μία, μπορεί να μη την άντεχα τη τόση ειρωνεία.
Έτσι να σε ξαφνιάσω, σου χώνω άλλη μία, οι μπατσοι όταν έφυγαν τα σκάγαν τρία-τρία,
Η φούντα ίσως σβήσει την οργή απ' το μυαλό τους, γι' αυτό θα με τρατάρω και για λογαριασμό τους.
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Ήταν ένα μεσημέρι με τον ήλιο ντάλα, που τ' αλάνια μου ονειρευόνταν ακρογιάλια,
Και ανοίγανε τα μάτια και βλέπανε τσιμέντο παντού, ρίζα κακού φυτεμού.
Και θέλανε τα πάντα να αρχίσουν να γκρεμίζουν, μα αντί γι'αυτό τη πρασινάδα ποτίζουν,
Να μεγαλώσει και προσωρινά το γκρίζο να κρύψει, μα εκείνη θέλει πρώτα το μυαλό τους να στύψει.
Μέχρι να μην είναι ορατό σε αυτούς το καμουφλάζ και ας είναι ο κόσμος όλος ένα απέραντο γκαράζ,
Μα άστα να πάνε, μ' έπιασε πολυλογία και ήθελα λεει να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια.
Και πάνω που είχα αρχίσει να πιάνω τον ειρμό, τι ειρωνεία για ένα ρεφρέν σταματώ.
R x 2:
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Περνάνε και με παίρνουνε λοιπόν για περατζάδα, σίγουρα πάντως όχι για να δούμε τη λιακάδα,
Τους είχε καρφωθεί η φούντα στο μυαλό, αιχμάλωτοι στο ψυχολογικό εθισμό.
Φτάνουμε με ανάποδα στον τόπο του κακού σε μια πλατεία απ'τις τελείως "who",
Aρχίσαν τα δικά τους για άλλη μια φορά, ξενέρωτος πως είμαι πως χαλάω τη παρέα.
Είχαν κουραστεί δεν επέμεναν πολύ, αρχίσαν τα σαλιώματα χαρτί με χαρτί,
Ειρωνεία στην ειρωνεία άλλη μία και δω, οι μπαμπάδες τους, τους μάθαιναν να φτιάχνουν αετό.
Αρχίζει ν'αλαφρώνει μια σακούλα βαριά που μου 'φερε στη σκέψη δικαστήρια πολλά,
Τι το'θελα και γω με τη σκέψη στο κακό, πάω να γυρίσω και αντικρίζω μπατσικό,
Είδα τη ζωή μου όλη "deja vu", ενώ ο διπλανός είχε αντίδραση ασβού,
Ρίχνω αμέσως σύρμα και το παίζω και καλά, μα είμαι σίγουρος οι πούστηδες μας πήραν μυρουδιά.
Ο στρίφτης ο καλός τα πετάει όλα με μια, μα η γόπα στο αυτί καμάρωνε για τα καλά,
Πάει να το παίξει άνετος, ανοίγει το πακέτο μα μέσα του τη φύλαγε λουλούδι "σπαρματσέτο".
-Καλησπέρα.
-Μια....ΓΕΙΑ!....χαρά.
Σα μια συμφωνική, με μια παραφωνία, τα κάναμε πουτάνα, τρεμάμενες φωνές, μα οι μπάτσοι ως γνωστό μεγάλες αδερφές.
Απέναντι στον ίσκιο δυο πρόσφυγες αράζαν, μ'ένα ραδιοφωνάκι τη κούραση ησύχαζαν,
Ξυπόλυτοι και αδύνατοι μα πάντα ευγενικοί, αγαπητές φιγούρες σε λάθος εποχή.
Γαμώψυχοι οι μπάτσοι πηγαίνουν προς τα 'κεί, αρχίζουν τις κλωτσιές με μια γνωστή αφορμή,
-Μπρος κωλαλβανοί φευγάτε από δω, γεια σας μάγκες απόγευμα καλό...
Κρατάμε ο ένας τον άλλο, κανείς μη σηκωθεί, σ' αυτό το κωλοσύστημα χαμένος ποιος θα βγει;
Αυτός που υπερασπίζεται το πατριωτισμό ή όποιος σημαία ψάχνει όταν τον πάει τσιρλιό;
Ορκίζομαι το ένιωσα εκείνη τη στιγμή, αν ήμουν δολοφόνος δεν θα'χα ενοχή,
Όμως να εκδικηθώ θα μου δοθεί ευκαιρία, δεν είναι μακριά η επόμενη πορεία.
Για μένα είναι ένας πόλεμος καλό αυτό ή κακό, έτσι την έχω δει μέσα απ' αυτά που ζω.
Τα μάτια αδικημένων υγρά και απορημένα θα πρέπει κάποια απαίτηση να έχουν και από μένα.
R x 2:
Θέλω να σε χώσω στο μυαλό μου με τη μια, να δεις τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπω και γω,
Να νιώσεις την αδίστακτη και τραγική ειρωνεία, γι' αυτό σου περιγράφω κάτι προσωπικό.
Πέρα απ' την ειρωνεία αυτή καθ'αυτή, για σκέψου πως θα ήτανε αλλιώς αν είχαν'ρθει,
Για σκέψου να με δένανε χωρίς καν να'χω πιει και μια ζωή να έσερνα τη στάμπα χασικλή.
Για σκέψου οι μετανάστες να'χαν τσαμπουκαλευτεί και πίσω σ'ένα πόλεμο να'χαν απελαθεί,
Για σκέψου, μα αν σκεφτείς πολύ μπορεί να τρελαθείς, καλύτερα ν'αντέξεις για ν'αντισταθείς.
Για να σε βοηθήσω και να εξιλεωθώ, σου αφήνω ένα φινάλε με χαμόγελο πικρό.
Έτσι λοιπόν το ρίχνω λιγάκι στο μελό, θυμήθηκα τη γκόμενα που είδα στο μετρό,
Που ξέρεις ίσως να'ναι αυτή το άλλο μου μισό, μα ο ελεγκτής μου χώθηκε πριν να χωθώ εγώ,
Με μια καρδιά μισή που πάω εγώ πορεία, μα τώρα που το σκέφτηκα μου λύνω απορία,
Ίσως να'ναι καλύτερα πού'ναι μισή από μία, μπορεί να μη την άντεχα τη τόση ειρωνεία.
Έτσι να σε ξαφνιάσω, σου χώνω άλλη μία, οι μπατσοι όταν έφυγαν τα σκάγαν τρία-τρία,
Η φούντα ίσως σβήσει την οργή απ' το μυαλό τους, γι' αυτό θα με τρατάρω και για λογαριασμό τους.