Μουσική, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τραγούδι: Γιώργος Μιχαήλ
Ήταν ένας βαρύμαγκας,
ρεμπέτης και αλάνι
πού 'χε μαχαίρι δίκοπο
και σκούφια από τη Μάνη.
Χόρευε ζεϊμπέκικο
κι η γη θαρρείς βογκούσε
κι έφτυνε τον ταμπάκο του
σ' όποιον περιφρονούσε.
Είχε τριάντα γκόμενες
για κάθε μέρα μία,
καθόταν μόνο αν έπιανε
ο μήνας τριάντα μία.
Έξω απ' το σπίτι έκαναν
ουρά οι χωροφυλάκοι,
να πουν την καλημέρα τους,
να ψάξουν για μαυράκι.
Μα ένα πρωί αλλιώτικο,
μιαν αποφράδα μέρα
εκεί που αυτοκρατόρευε
και του 'καναν αέρα,
ένας φαφούτης γέροντας,
ένας παραλυμένος
να σέρνει το κουφάρι του
που ήταν αναγκασμένος.
Ένας φαφούτης γέροντας,
ένας παραλυμένος
να σέρνει το κουφάρι του
που ήταν αναγκασμένος,
τον πλησιάζει και στ' αυτί
σκύβει, του ψιθυρίζει:
«Για μάντεψε σκατόμαγκα
ο κώλος μου τι μυρίζει;»
Βαριά που 'ναι τα βήματα
όταν το καταλάβεις
πως ό,τι κι αν κάνεις, μάταιο,
τη μοίρα δεν αλλάζεις.
Ο μάγκας 'ξαφανίστηκε
κι όπως φημολογείται
καντηλανάφτη σ' εκκλησιά
μπορεί και να τον δείτε
Τραγούδι: Γιώργος Μιχαήλ
Ήταν ένας βαρύμαγκας,
ρεμπέτης και αλάνι
πού 'χε μαχαίρι δίκοπο
και σκούφια από τη Μάνη.
Χόρευε ζεϊμπέκικο
κι η γη θαρρείς βογκούσε
κι έφτυνε τον ταμπάκο του
σ' όποιον περιφρονούσε.
Είχε τριάντα γκόμενες
για κάθε μέρα μία,
καθόταν μόνο αν έπιανε
ο μήνας τριάντα μία.
Έξω απ' το σπίτι έκαναν
ουρά οι χωροφυλάκοι,
να πουν την καλημέρα τους,
να ψάξουν για μαυράκι.
Μα ένα πρωί αλλιώτικο,
μιαν αποφράδα μέρα
εκεί που αυτοκρατόρευε
και του 'καναν αέρα,
ένας φαφούτης γέροντας,
ένας παραλυμένος
να σέρνει το κουφάρι του
που ήταν αναγκασμένος.
Ένας φαφούτης γέροντας,
ένας παραλυμένος
να σέρνει το κουφάρι του
που ήταν αναγκασμένος,
τον πλησιάζει και στ' αυτί
σκύβει, του ψιθυρίζει:
«Για μάντεψε σκατόμαγκα
ο κώλος μου τι μυρίζει;»
Βαριά που 'ναι τα βήματα
όταν το καταλάβεις
πως ό,τι κι αν κάνεις, μάταιο,
τη μοίρα δεν αλλάζεις.
Ο μάγκας 'ξαφανίστηκε
κι όπως φημολογείται
καντηλανάφτη σ' εκκλησιά
μπορεί και να τον δείτε