Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρ' όλα αυτά, του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική
μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια, τον Κωστή.
Τους βλέπω μπρος στα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν,
παιδάκια που δε νοιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! τα χρόνια τα παλιά
βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του, καθώς
κοιτάζει αντίθετα προς τη γενέτειρά του.
Του φέρνει ο άνεμος στ' αυτιά τραγούδια αγαπημένα,
τα 'παιξε στην κιθάρα του, τα 'δωσε και σε μένα.
Α! απ' την Αμερική
μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια, τον Κωστή.
Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι,
θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι. Άλλοι
θα 'χουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
κι άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δεν θα σβήσουν.
Α! στην Αμερική,
Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει.
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρ' όλα αυτά, του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική
μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια, τον Κωστή.
Τους βλέπω μπρος στα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν,
παιδάκια που δε νοιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! τα χρόνια τα παλιά
βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του, καθώς
κοιτάζει αντίθετα προς τη γενέτειρά του.
Του φέρνει ο άνεμος στ' αυτιά τραγούδια αγαπημένα,
τα 'παιξε στην κιθάρα του, τα 'δωσε και σε μένα.
Α! απ' την Αμερική
μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια, τον Κωστή.
Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι,
θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι. Άλλοι
θα 'χουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
κι άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δεν θα σβήσουν.
Α! στην Αμερική,
Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει.