Άιντε, μες στης γης το πυρωμένο κέντρο,
άιντε, δυο πουλιά φιλιούνται σ' ένα δέντρο.
Άιντε, πέφτει λάβα, λάβα απ' τα φιλιά τους
άιντε και φτερά απολιθωμένα απ' τα κορμιά τους.
Άιντε, κει μακριά, μακριά στην Ανδρομέδα
άιντε, πίνουν τσίπουρο και τρων' λακέρδα
άιντε, κάτι όντα περίεργα κι ωραία
άντε, πού 'ναι μόνα και ψάχνουν για παρέα.
Άιντε, κει ψηλά στην άκαρπη Μελούνα
άιντε, φύτρωσε, φύτρωσε μια παπαρούνα
άιντε, που 'χει στόμα, στόμα και δαγκάνει
άιντε, κι όλο λέει πως δεν το ξανακάνει.
Άιντε, κει βαθιά, βαθιά στα σωθικά μου
άιντε, κάτι γίνεται κυρά μου.
Άιντε, χίλια άλογα τυφλά γυρίζουν,
άιντε, έξοδο ζητάν και μ' αλωνίζουν.
Άιντε, δω σιμά, κοντά δυο μέτρα βάθος,
άιντε, λεν πως φυλακίζουνε το πάθος.
Άιντε, ρίχνουν χώμα, με λουλούδια ραίνουν
άιντε, και θαρρούν, θαρρούν πως ξεμπερδεύουν.
άιντε, δυο πουλιά φιλιούνται σ' ένα δέντρο.
Άιντε, πέφτει λάβα, λάβα απ' τα φιλιά τους
άιντε και φτερά απολιθωμένα απ' τα κορμιά τους.
Άιντε, κει μακριά, μακριά στην Ανδρομέδα
άιντε, πίνουν τσίπουρο και τρων' λακέρδα
άιντε, κάτι όντα περίεργα κι ωραία
άντε, πού 'ναι μόνα και ψάχνουν για παρέα.
Άιντε, κει ψηλά στην άκαρπη Μελούνα
άιντε, φύτρωσε, φύτρωσε μια παπαρούνα
άιντε, που 'χει στόμα, στόμα και δαγκάνει
άιντε, κι όλο λέει πως δεν το ξανακάνει.
Άιντε, κει βαθιά, βαθιά στα σωθικά μου
άιντε, κάτι γίνεται κυρά μου.
Άιντε, χίλια άλογα τυφλά γυρίζουν,
άιντε, έξοδο ζητάν και μ' αλωνίζουν.
Άιντε, δω σιμά, κοντά δυο μέτρα βάθος,
άιντε, λεν πως φυλακίζουνε το πάθος.
Άιντε, ρίχνουν χώμα, με λουλούδια ραίνουν
άιντε, και θαρρούν, θαρρούν πως ξεμπερδεύουν.