ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ s/s CYRENIA
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σήμ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρέκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι' ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
-Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι ;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιός ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι ;
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τότ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη ;
Ρούθ, δε μιλάς ; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι ;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είν' ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
-Γιέ μου, που πας ;- Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι ...
Ο πιο στερνός μ' έναν αυλό με νανουρίζει.
ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σήμ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρέκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι' ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
-Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι ;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιός ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι ;
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τότ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη ;
Ρούθ, δε μιλάς ; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι ;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είν' ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
-Γιέ μου, που πας ;- Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι ...
Ο πιο στερνός μ' έναν αυλό με νανουρίζει.
ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος