Βαθιά οργώνει τούτη η θέα, την καρδιά,
πλατεία αδειανή - στέγη που στάζει,
σκυφτή και μόνη, να βολτάρει η ερημιά,
την άχνα της, στα τζάμια δοκιμάζει.
Θα 'ρθει ξανά φθινόπωρο
με τη βροχή στα χέρια,
θα' ρθει σαν βάψει ο ουρανός
και σαν χαθούν τ' αστέρια.
Θα' ρθει ξανά φθινόπωρο
κι η μέρα θα' ναι λίγη,
θα έρθει μες στην αστραπή
και σιωπηλά θα φύγει.
Θαρρείς και κρύβει, μες στα δόντια του ο καιρός
μια φράση, τρομαγμένη σαν ελάφι.
Ποιο δέντρο σκίζει του θανάτου ο κεραυνός,
ποια πέτρα της αγάπης το ξυράφι.
πλατεία αδειανή - στέγη που στάζει,
σκυφτή και μόνη, να βολτάρει η ερημιά,
την άχνα της, στα τζάμια δοκιμάζει.
Θα 'ρθει ξανά φθινόπωρο
με τη βροχή στα χέρια,
θα' ρθει σαν βάψει ο ουρανός
και σαν χαθούν τ' αστέρια.
Θα' ρθει ξανά φθινόπωρο
κι η μέρα θα' ναι λίγη,
θα έρθει μες στην αστραπή
και σιωπηλά θα φύγει.
Θαρρείς και κρύβει, μες στα δόντια του ο καιρός
μια φράση, τρομαγμένη σαν ελάφι.
Ποιο δέντρο σκίζει του θανάτου ο κεραυνός,
ποια πέτρα της αγάπης το ξυράφι.