Εγώ που δεν προσκύνησα ποτέ
και τ' άγια για μένα ήταν ξένα,
γονάτισα κι ορκίστηκα, για δες,
μπροστά σε σένα!
Και να, εκεί που πάτησες, πατώ
και κει που με αρνήθηκες, γυρίζω,
δε θέλησα ποτέ να σε κρατώ
και να σε ορίζω.
Και χάνομαι σαν κέρμα που κυλάει
και σπάω σε κομμάτια σαν καθρέφτης
και γίνομαι εκείνο που φοβάμαι,
του κόσμου ο φυγάς και ο δραπέτης.
Σαν θέλεις τη ζωή σου πιο γλυκιά,
ζαχάρωσε λιγάκι την ανάγκη.
Πώς έγινε η τόση απλωσιά,
στενό φαράγγι!
και τ' άγια για μένα ήταν ξένα,
γονάτισα κι ορκίστηκα, για δες,
μπροστά σε σένα!
Και να, εκεί που πάτησες, πατώ
και κει που με αρνήθηκες, γυρίζω,
δε θέλησα ποτέ να σε κρατώ
και να σε ορίζω.
Και χάνομαι σαν κέρμα που κυλάει
και σπάω σε κομμάτια σαν καθρέφτης
και γίνομαι εκείνο που φοβάμαι,
του κόσμου ο φυγάς και ο δραπέτης.
Σαν θέλεις τη ζωή σου πιο γλυκιά,
ζαχάρωσε λιγάκι την ανάγκη.
Πώς έγινε η τόση απλωσιά,
στενό φαράγγι!