Έχω πάρει φωτιά, είμαι μια πυρκαγιά
κι όμως μέσα μου έρχεται μπόρα.
Δεν με βλέπει κανείς, περπατώ σα ληστής
σπάν' τα φρένα μου στην κατηφόρα.
Έχω μια αγκαλιά τα σαράντα χτυπά
και δε θέλει ποτέ να 'ναι άδεια.
Κι έχω ένα μυαλό που 'ναι δύο χρονώ,
ποιος αντέχει μονάχος τα βράδια;
Μη φοβηθείς μαζί μου να 'ρθεις.
Ποιους όρκους δε σού 'δωσα πάλι;
Είναι γραφτό και μην κλαις γι' αυτό,
οι αγάπες δεν είναι απ' ατσάλι...
Δεν αντέχω το «φως», τα «γιατί» και τα «πώς»,
δε γουστάρω αγάπες με δόσεις.
Μη ρωτάς το γιατί, το καμένο χαρτί
αν το τράβηξες, θα το πληρώσεις...
Μ' έχουν κόψει στα δυο και περνώ τον καιρό
που κομμάτια έγινε χίλια...
Δε ζητώ γιατρειά, δε θυμάμαι πολλά
μα θυμάμαι τα δυο σου τα χείλια.
Μη φοβηθείς μαζί μου να 'ρθεις...
Ποιους όρκους δε σού 'δωσα πάλι;
Είναι γραφτό και μην κλαις γι' αυτό,
οι αγάπες δεν είναι απ' ατσάλι...
(Δημ. Μητσοτάκης)
κι όμως μέσα μου έρχεται μπόρα.
Δεν με βλέπει κανείς, περπατώ σα ληστής
σπάν' τα φρένα μου στην κατηφόρα.
Έχω μια αγκαλιά τα σαράντα χτυπά
και δε θέλει ποτέ να 'ναι άδεια.
Κι έχω ένα μυαλό που 'ναι δύο χρονώ,
ποιος αντέχει μονάχος τα βράδια;
Μη φοβηθείς μαζί μου να 'ρθεις.
Ποιους όρκους δε σού 'δωσα πάλι;
Είναι γραφτό και μην κλαις γι' αυτό,
οι αγάπες δεν είναι απ' ατσάλι...
Δεν αντέχω το «φως», τα «γιατί» και τα «πώς»,
δε γουστάρω αγάπες με δόσεις.
Μη ρωτάς το γιατί, το καμένο χαρτί
αν το τράβηξες, θα το πληρώσεις...
Μ' έχουν κόψει στα δυο και περνώ τον καιρό
που κομμάτια έγινε χίλια...
Δε ζητώ γιατρειά, δε θυμάμαι πολλά
μα θυμάμαι τα δυο σου τα χείλια.
Μη φοβηθείς μαζί μου να 'ρθεις...
Ποιους όρκους δε σού 'δωσα πάλι;
Είναι γραφτό και μην κλαις γι' αυτό,
οι αγάπες δεν είναι απ' ατσάλι...
(Δημ. Μητσοτάκης)