εμαθα να συμβιβαζομαι με το θανατο
οσο ζωη με νικουσες με ενα προσωπο τοσο αποκρουστικο
κ σιχαμένο οντως ειναι σαν να κανεις βουτια στο κενο
οντως ειναι τοσο αληθινο που σε τρομαζει
καθως η νυχτα σαν βελουδινο πεπλο τα ματια μου σκεπαζει
ο,τι φαινεται δεν ειναι κ ο,τι μοιαζει με αντανακλαση
φώτα απο φτηνα μαγαζια με πελατες απροσωπους και ανεκφραστους περαστικους
που οι σκιες του δρομου καλυπτουν τα λιγοστα τους χαρακτηριστικα
αλλιωθηκα βρεθηκα απο τα παιδικα ονειρα
σε ενα πηγαδι γεματο ψυχες, αναπηρος, και ο χειμωνας καταπιε τις τεσσερις εποχες
σε ενα διαμερισμα που χρονια υγρασια σταζει
ολοι φοβουνται αυτο που πισω απο τα σκοταδια μας κοιταζει
και ο (?) φαινοτυπο το φως εφοσον εφ'ολης της υλης
ειναι αναλωσιμοι, υποσυνείδητα υποδουλοι του στρες
σαδιστες σεξιστικοι, σαδομαζοχιστες και τζασμενοι
προφητες της ΟΚΑΣ πισω απο κρυσταλινους αδενες κοκας
περα απο καθε μου αποθεμα λογου δεν εχω κουβεντα να πω
περαιτερω οταν ειμαι φυτο στον πυρετο της φλοκας
συνεπως αλλαζω προσωπα, αυτοσκοπος επιβιωσης , τα χρονια
που η μερα πεθαινει και αφηνει καταλοιπα
αγαπη και μισος αποτομα αλλαζουνε, εκει που τα παθη φωλιαζουνε
εκει που τα λογια βουλιαζουνε, ενα προς ενα μεθυστικα τα αποτυπωνω
απο τα χρονια που εθιστικα, τα λογια δεν εχουνε πλεον καμμια σημασια
ολα ξεκινανε απο το μηδεν εκει που η χρήση γινεται ζωης θυσια
πυρετος στην ιδια σκεψη και υπο την ιδια ουσια
επήρεια, επιστροφη στα παρκα και τα "προς κατεδαφιση" κτιρια¨, μονοι
καθοτι η οποια επαφη με τον εξω κοσμο σκοτωνει ο,τι δικο μας απεμεινε
σερνεται στα γονατα κ επειτα αλλοκοτα αλλάζει μορφες, αποκομματα,
ραντεβου για στενες επαφες, αναχωματα απο τυψεις
2006 έτη φωτός, μα και σηψεις σ ανακαλυψεις εσωτερικες
στου μυαλου μου τις σκοτεινες φυλακες, dealer ρουφιανε
ποτε σου δεν μπηκες, φοβηθηκες τοσο, σκοταδι που εκει κατοικει
κ εχω την συνειδηση μου βρωμικη
μετα απο αυτο πεταχτηκα απο τον υπνο μου
βαδισα στην σιωπη σαν ξωτικο, ο,τι κ αν αγαπησα
το έχασα, στοιχηματίζοντας ολοι σε μενα, προσωπα παραμορφωμενα
με βλεμματα στραμμενα στην βλεννα που μερα τη μερα
αναπτυσεται παρασιτωντας στον αυχενα, κατασπαραζει σαρκα και πνευμα
εμετος, ειναι ο πιο προστυχος, βρωμικος κ αρρωστος καιρος που ζησαμε
ολοι μαζι και ο καθεις χωριστα αμαρτησαμε τις νυχτες εκεινες
ερεβος οπου κοιτω, συμπερανα πως οι αμφεταμινες σε καταντανε φυτο
πως να σου το πω, τα παντα γυρω μας αλλαζουν κ αθορυβα περιφερεται
ο διαβολος αναμεσα μας, τα σωθικα μας κατασπαραζουν
τα σκοτεινα προσωπα της νυκτος μ αρπαζουν
ανεμοι φυσανε στην αγονη γη, με νικανε δαιμονες, θεοι
λογια που σκορπισαμε στο απειρο, βγηκα μια νυχτα εχοντας εντονη την
επιθυμια να αποκτησω ενα ακομη λαφυρο, μονο και μονο για μενα δεν
νοιαστηκες ποτε, και καποτε, καποτε να περνας, να με σκεφτεσαι μην με ξεχνας, στην πρωτη μας πραξη νομιζα πως ολο τον κοσμο αγαπας μα γελαστηκα, πηρα χασις και αλκοολ, καθησα και στοχαστηκα δεν βγηκα πουθενα και πιαστηκα διχως αιτια στο ξυλο, πισω μου σε εχω σατανα μεταμορφωμενο σε φιλο και ποτε ξανα δεν περιμενω πανω απο πεντε λεπτα
αν περασουν την εκανα κ εφυγα για τα καλα. δεν το βαζει για να (?)
τρελλας μην υποτιμας οτι δεν μπορει το μυαλο σου να δεχτει, να ανεχτει
πες δεν υφισταται, ειναι ανυπαρκτες οι μορφες που σε εχουν καταβαλλει
γαμω το κερατο μου γουσταρω πολυ μα δισταζω να τραβηξω σκανδαλη
εισαι γλυκια ζωη και θυμα στην παγιδα σου αναμενεται να πεσω παλι
υπεθεσα πως ημουνα δεδομενη τροφη για τα κτηνη, με κυνηγαν εκεινοι
που ξερουν πως εχω στριμωχτει, τι κοιτας, τι?
υπαρχουν εκεινες οι στιγμες που τις ζεις μεσα απο χαλασμενες οθονες
ελπιζεις να σου βγει σε καλο μα σου μπηγουν το μαχαιρι ως το κοκκαλο
κ αιμοραγω μονος σε καποιο στενο, στο δρομο που συναντιεται το ψευτικο με το αληθινο στο σταυροδρομι που οτιδηποτε ειναι πιθανο να συμβει
οι προθεσεις συνηθως αλλαζουν απο στιγμη σε στιγμη
πνιγομαι, στις παρυφες της οικογενειακης μελαγχολικης συμβιωσης,
κομβος ενοχης, τα βλεμματα μας προδιδουν, τα ψεμματα μας στην επιφανεια βγαινουνε, εκζεμα(?) ταζουμε το τωρα για το πριν και στο μετα
ονοματα να μην αναφερεις καν, με εχει κουρασει αυτη η αμφισβητηση
ακομα κ αν στοματα λεν πως μ αγαπαν οστοσο ποτε δεν μου το δειξαν
το πνιξαν καταδικαζοντας ο,τι πιο γλυκο, θυμαμαι καποτε σ ειχα αγαπησει
θυμαμαι καποτε σ ειχα αγαπησει, με τα χειλη μου βραχια στο προσωπο της γης, εξακολουθω να παραμενω ασαφης, με ενα ακομα αφηρημενο τραγουδι μου
διαπραγματευω με τα εσω, και δεν ητανε λιγες οι νυχτες εκεινες, που χαζευοντας το κενο αποφασισα να πεσω, ειπα η προσκρουση μετραει και επειτα η ψυχη μου πεταει, χαθηκα αναμεσα σε νερο οργη και λασπη, οπου υλη οργανικη ζωντανο με κραταει, πες μου τι να κανω πως να ζησω φυσιολογικα, πως να σταματησω αυτη τη μεταλλαξη, θελω να σκεφτω επιτελους θετικα, μεταξι θα δεις σε μερη που ποτε μου ως τωρα δεν βρεθηκα και μην βιαστεις να κρινεις, ο ιδιος ο κοσμος ειναι αυτος που πολλες φορες σε αναγκαζει αλλοκοτος να γινεις, ενα με ο,τι σιχενεσαι, ενα και το αυτο, ενα για σενα και ενα για αυτο, για αυτο που σ αγγιζει μερα και νυχτα σαν αερικο, προκαλωντας φρικη, παραθετωντας εννοιες (?)
κ ανοιγει, το κελι μεσα στο οπιο, κατοικεις, ειναι το μοναδικο σου καταφυγιο μην ξεμυτισεις στις σκιες, στο φως μεινε συνεχως, εχω την υπονεια πως ο κοσμος γυρω μου ειναι υποκριτης κ αγχωτικος, ειναι ταφος ανοιχτος, πασαλος καρφωμενος αναμεσα σε στηθη, και ειπα να βγω να δω τους επαναστατες του χθες στα γονατα, ρακενδιτοι ζητιανευουν οι μυθοι κ
αγωνιστες που μπερδεψαν τον δρομο, τον ειδαν (?), το μονοπατι που οδηγει στο παραμυθι, μισος, χαρα, λυπη, αγαπη, χτυποι αλλεπαλληλοι, εφαπτομενοι και παραλληλοι, οι δρομοι της πολης μας οδηγουν στο πουθενα
μου το πε η νυχτα πως σε μια κουφαλα απο μπετον καποιο πρωι θα πεθαινα
παιδι στου κουκου τη φωλια, κρατω την ανασα μου προκειμενου να μην μ ακουσουν, ειναι τοσο κοντα, νιωσε με αδερφε μου, καθε μερα βουλιαζω ολο και πιο βαθια, βλεπω τον ηλιο να πνιγεται στην αγκαλια της σεληνης, ερποντας σαν εντομα, κοιτα μεσα μου η φλογα δεν εσβησε ακομα και απο εδω και μπρος μετραω, τα λαθη μου μεταφραζονται σε χρονο που λιγοστευει, λιγοστευω, σαπιζοντας με ολα αυτα που μισω κ αγαπαω
οσο ζωη με νικουσες με ενα προσωπο τοσο αποκρουστικο
κ σιχαμένο οντως ειναι σαν να κανεις βουτια στο κενο
οντως ειναι τοσο αληθινο που σε τρομαζει
καθως η νυχτα σαν βελουδινο πεπλο τα ματια μου σκεπαζει
ο,τι φαινεται δεν ειναι κ ο,τι μοιαζει με αντανακλαση
φώτα απο φτηνα μαγαζια με πελατες απροσωπους και ανεκφραστους περαστικους
που οι σκιες του δρομου καλυπτουν τα λιγοστα τους χαρακτηριστικα
αλλιωθηκα βρεθηκα απο τα παιδικα ονειρα
σε ενα πηγαδι γεματο ψυχες, αναπηρος, και ο χειμωνας καταπιε τις τεσσερις εποχες
σε ενα διαμερισμα που χρονια υγρασια σταζει
ολοι φοβουνται αυτο που πισω απο τα σκοταδια μας κοιταζει
και ο (?) φαινοτυπο το φως εφοσον εφ'ολης της υλης
ειναι αναλωσιμοι, υποσυνείδητα υποδουλοι του στρες
σαδιστες σεξιστικοι, σαδομαζοχιστες και τζασμενοι
προφητες της ΟΚΑΣ πισω απο κρυσταλινους αδενες κοκας
περα απο καθε μου αποθεμα λογου δεν εχω κουβεντα να πω
περαιτερω οταν ειμαι φυτο στον πυρετο της φλοκας
συνεπως αλλαζω προσωπα, αυτοσκοπος επιβιωσης , τα χρονια
που η μερα πεθαινει και αφηνει καταλοιπα
αγαπη και μισος αποτομα αλλαζουνε, εκει που τα παθη φωλιαζουνε
εκει που τα λογια βουλιαζουνε, ενα προς ενα μεθυστικα τα αποτυπωνω
απο τα χρονια που εθιστικα, τα λογια δεν εχουνε πλεον καμμια σημασια
ολα ξεκινανε απο το μηδεν εκει που η χρήση γινεται ζωης θυσια
πυρετος στην ιδια σκεψη και υπο την ιδια ουσια
επήρεια, επιστροφη στα παρκα και τα "προς κατεδαφιση" κτιρια¨, μονοι
καθοτι η οποια επαφη με τον εξω κοσμο σκοτωνει ο,τι δικο μας απεμεινε
σερνεται στα γονατα κ επειτα αλλοκοτα αλλάζει μορφες, αποκομματα,
ραντεβου για στενες επαφες, αναχωματα απο τυψεις
2006 έτη φωτός, μα και σηψεις σ ανακαλυψεις εσωτερικες
στου μυαλου μου τις σκοτεινες φυλακες, dealer ρουφιανε
ποτε σου δεν μπηκες, φοβηθηκες τοσο, σκοταδι που εκει κατοικει
κ εχω την συνειδηση μου βρωμικη
μετα απο αυτο πεταχτηκα απο τον υπνο μου
βαδισα στην σιωπη σαν ξωτικο, ο,τι κ αν αγαπησα
το έχασα, στοιχηματίζοντας ολοι σε μενα, προσωπα παραμορφωμενα
με βλεμματα στραμμενα στην βλεννα που μερα τη μερα
αναπτυσεται παρασιτωντας στον αυχενα, κατασπαραζει σαρκα και πνευμα
εμετος, ειναι ο πιο προστυχος, βρωμικος κ αρρωστος καιρος που ζησαμε
ολοι μαζι και ο καθεις χωριστα αμαρτησαμε τις νυχτες εκεινες
ερεβος οπου κοιτω, συμπερανα πως οι αμφεταμινες σε καταντανε φυτο
πως να σου το πω, τα παντα γυρω μας αλλαζουν κ αθορυβα περιφερεται
ο διαβολος αναμεσα μας, τα σωθικα μας κατασπαραζουν
τα σκοτεινα προσωπα της νυκτος μ αρπαζουν
ανεμοι φυσανε στην αγονη γη, με νικανε δαιμονες, θεοι
λογια που σκορπισαμε στο απειρο, βγηκα μια νυχτα εχοντας εντονη την
επιθυμια να αποκτησω ενα ακομη λαφυρο, μονο και μονο για μενα δεν
νοιαστηκες ποτε, και καποτε, καποτε να περνας, να με σκεφτεσαι μην με ξεχνας, στην πρωτη μας πραξη νομιζα πως ολο τον κοσμο αγαπας μα γελαστηκα, πηρα χασις και αλκοολ, καθησα και στοχαστηκα δεν βγηκα πουθενα και πιαστηκα διχως αιτια στο ξυλο, πισω μου σε εχω σατανα μεταμορφωμενο σε φιλο και ποτε ξανα δεν περιμενω πανω απο πεντε λεπτα
αν περασουν την εκανα κ εφυγα για τα καλα. δεν το βαζει για να (?)
τρελλας μην υποτιμας οτι δεν μπορει το μυαλο σου να δεχτει, να ανεχτει
πες δεν υφισταται, ειναι ανυπαρκτες οι μορφες που σε εχουν καταβαλλει
γαμω το κερατο μου γουσταρω πολυ μα δισταζω να τραβηξω σκανδαλη
εισαι γλυκια ζωη και θυμα στην παγιδα σου αναμενεται να πεσω παλι
υπεθεσα πως ημουνα δεδομενη τροφη για τα κτηνη, με κυνηγαν εκεινοι
που ξερουν πως εχω στριμωχτει, τι κοιτας, τι?
υπαρχουν εκεινες οι στιγμες που τις ζεις μεσα απο χαλασμενες οθονες
ελπιζεις να σου βγει σε καλο μα σου μπηγουν το μαχαιρι ως το κοκκαλο
κ αιμοραγω μονος σε καποιο στενο, στο δρομο που συναντιεται το ψευτικο με το αληθινο στο σταυροδρομι που οτιδηποτε ειναι πιθανο να συμβει
οι προθεσεις συνηθως αλλαζουν απο στιγμη σε στιγμη
πνιγομαι, στις παρυφες της οικογενειακης μελαγχολικης συμβιωσης,
κομβος ενοχης, τα βλεμματα μας προδιδουν, τα ψεμματα μας στην επιφανεια βγαινουνε, εκζεμα(?) ταζουμε το τωρα για το πριν και στο μετα
ονοματα να μην αναφερεις καν, με εχει κουρασει αυτη η αμφισβητηση
ακομα κ αν στοματα λεν πως μ αγαπαν οστοσο ποτε δεν μου το δειξαν
το πνιξαν καταδικαζοντας ο,τι πιο γλυκο, θυμαμαι καποτε σ ειχα αγαπησει
θυμαμαι καποτε σ ειχα αγαπησει, με τα χειλη μου βραχια στο προσωπο της γης, εξακολουθω να παραμενω ασαφης, με ενα ακομα αφηρημενο τραγουδι μου
διαπραγματευω με τα εσω, και δεν ητανε λιγες οι νυχτες εκεινες, που χαζευοντας το κενο αποφασισα να πεσω, ειπα η προσκρουση μετραει και επειτα η ψυχη μου πεταει, χαθηκα αναμεσα σε νερο οργη και λασπη, οπου υλη οργανικη ζωντανο με κραταει, πες μου τι να κανω πως να ζησω φυσιολογικα, πως να σταματησω αυτη τη μεταλλαξη, θελω να σκεφτω επιτελους θετικα, μεταξι θα δεις σε μερη που ποτε μου ως τωρα δεν βρεθηκα και μην βιαστεις να κρινεις, ο ιδιος ο κοσμος ειναι αυτος που πολλες φορες σε αναγκαζει αλλοκοτος να γινεις, ενα με ο,τι σιχενεσαι, ενα και το αυτο, ενα για σενα και ενα για αυτο, για αυτο που σ αγγιζει μερα και νυχτα σαν αερικο, προκαλωντας φρικη, παραθετωντας εννοιες (?)
κ ανοιγει, το κελι μεσα στο οπιο, κατοικεις, ειναι το μοναδικο σου καταφυγιο μην ξεμυτισεις στις σκιες, στο φως μεινε συνεχως, εχω την υπονεια πως ο κοσμος γυρω μου ειναι υποκριτης κ αγχωτικος, ειναι ταφος ανοιχτος, πασαλος καρφωμενος αναμεσα σε στηθη, και ειπα να βγω να δω τους επαναστατες του χθες στα γονατα, ρακενδιτοι ζητιανευουν οι μυθοι κ
αγωνιστες που μπερδεψαν τον δρομο, τον ειδαν (?), το μονοπατι που οδηγει στο παραμυθι, μισος, χαρα, λυπη, αγαπη, χτυποι αλλεπαλληλοι, εφαπτομενοι και παραλληλοι, οι δρομοι της πολης μας οδηγουν στο πουθενα
μου το πε η νυχτα πως σε μια κουφαλα απο μπετον καποιο πρωι θα πεθαινα
παιδι στου κουκου τη φωλια, κρατω την ανασα μου προκειμενου να μην μ ακουσουν, ειναι τοσο κοντα, νιωσε με αδερφε μου, καθε μερα βουλιαζω ολο και πιο βαθια, βλεπω τον ηλιο να πνιγεται στην αγκαλια της σεληνης, ερποντας σαν εντομα, κοιτα μεσα μου η φλογα δεν εσβησε ακομα και απο εδω και μπρος μετραω, τα λαθη μου μεταφραζονται σε χρονο που λιγοστευει, λιγοστευω, σαπιζοντας με ολα αυτα που μισω κ αγαπαω