Ε λοιπόν θα το ξέρεις,
το έξυπνο χρήμα έχει στέκι του στις μητροπόλεις,
στο χρυσό του το νήμα σε τυλίγει σαν θύμα,
με την πρώτη σε ρίχνει ματιά.
Ε λοιπόν να το ξέρεις,
το βρωμικο χρήμα περπατάει στις άρρωστες πόλεις
έχει σίγουρο βήμα, ξέρει απ' έξω το ποίημα
και σε παίρνει με μια σαϊτιά.
Κι όταν το σκέφτομαι βρέχει σφυριά,
βρέχει καρφιά κι ένα δάκρυ.
Είμαι μονάχος, στέκω μακριά,
βουβός, εκεί σε μιαν άκρη.
Ε λοιπόν να το ξέρεις,
θα ζητάς διψασμένος ένα όνειρο στις μητροπόλεις,
μα θα είσαι δεμένος κι από χέρι χαμένος
στης ζωής τη μεγάλη ζαριά.
Ε λοιπόν θα το ξέρεις,
εραστής πουλημένος θα γυρίζεις στις άχρωμες πόλεις
απ' τους φίλους σου ξένος στη γωνιά ξεχασμένος
και στης όχθης την άλλη μεριά.
Κι όταν το σκέφτομαι βρέχει σφυριά,
βρέχει καρφιά κι ένα δάκρυ.
Είμαι μονάχος, στέκω μακριά,
βουβός, εκεί σε μιαν άκρη
το έξυπνο χρήμα έχει στέκι του στις μητροπόλεις,
στο χρυσό του το νήμα σε τυλίγει σαν θύμα,
με την πρώτη σε ρίχνει ματιά.
Ε λοιπόν να το ξέρεις,
το βρωμικο χρήμα περπατάει στις άρρωστες πόλεις
έχει σίγουρο βήμα, ξέρει απ' έξω το ποίημα
και σε παίρνει με μια σαϊτιά.
Κι όταν το σκέφτομαι βρέχει σφυριά,
βρέχει καρφιά κι ένα δάκρυ.
Είμαι μονάχος, στέκω μακριά,
βουβός, εκεί σε μιαν άκρη.
Ε λοιπόν να το ξέρεις,
θα ζητάς διψασμένος ένα όνειρο στις μητροπόλεις,
μα θα είσαι δεμένος κι από χέρι χαμένος
στης ζωής τη μεγάλη ζαριά.
Ε λοιπόν θα το ξέρεις,
εραστής πουλημένος θα γυρίζεις στις άχρωμες πόλεις
απ' τους φίλους σου ξένος στη γωνιά ξεχασμένος
και στης όχθης την άλλη μεριά.
Κι όταν το σκέφτομαι βρέχει σφυριά,
βρέχει καρφιά κι ένα δάκρυ.
Είμαι μονάχος, στέκω μακριά,
βουβός, εκεί σε μιαν άκρη