Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κουρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους πάγερους υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.
Μ' έναν αχνό ανάσασμο κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μόναξια
στου πόνου μου την ψύχρα
στα πλάνεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ' ατάραχα νερά των υδρατμών μου.
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κουρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους πάγερους υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.
Μ' έναν αχνό ανάσασμο κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μόναξια
στου πόνου μου την ψύχρα
στα πλάνεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ' ατάραχα νερά των υδρατμών μου.