(Από ένα ποίημα του Διονυσίου Καψάλη)
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου
εκεί που υψώνομαι να μάθω οτι κείμαι.
Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς που το κεντρί σου
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει "σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου ξημερώνει"!
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.
Δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου
θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φώς μου.
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου
εκεί που υψώνομαι να μάθω οτι κείμαι.
Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς που το κεντρί σου
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει "σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου ξημερώνει"!
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.
Δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου
θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φώς μου.