Καθετί που ανασαίνει ζητάει να δοθεί
ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει, διψάει να ομορφύνει
Κι ας φυσάνε οι ανέμοι κι ας κυλάει η βροχή
κι ας ρωτούνε τα ποτάμια, κι ας πεθαίνουμε ξένοι
κάθε τί που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί
μες στους πάγους της γης
ένα γέλιο ζεστό σαν φωτιά αναμμένη
ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει, διψάει να ομορφύνει
Κι ας φυσάνε οι ανέμοι κι ας κυλάει η βροχή
κι ας ρωτούνε τα ποτάμια, κι ας πεθαίνουμε ξένοι
κάθε τί που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί
μες στους πάγους της γης
ένα γέλιο ζεστό σαν φωτιά αναμμένη