Λοιπόν,
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοικτά.
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα»
προδομένη από μέσα, απ τους πιο πατριώτες
Να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ όπλο στο στόμα
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα είκοσι επτά του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνει οι μπάτσοι κι απ την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
Στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και η καρδιά ανοιχτή.
Δε θέλω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοικτά.
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα»
προδομένη από μέσα, απ τους πιο πατριώτες
Να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ όπλο στο στόμα
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα είκοσι επτά του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνει οι μπάτσοι κι απ την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
Στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και η καρδιά ανοιχτή.
Δε θέλω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.