Στις δώδεκα ακριβώς ήρθες πάλι
Σαν άνεμος καυτός σαν τη ζάλη
Και με σήκωσες
Με ξεσήκωσες.
Στις δώδεκα και πέντε είχες φύγει
Και πάλι η μοναξιά με τυλίγει
Σαν δε ντρέπεσαι
Δε με σκέφτεσαι.
Στις δωδεκάμισι τη μπλούζα σου φορώ
Και μόλις σε μυρίζω όλα στα συγχωρώ
Και συ, να, γελάς,
Με τους άλλους πας.
Την πόρτα ξεκλειδώνω μες στο άχτι μου
Να 'ρθεις και να χωθείς στο κρεβάτι μου
Και πριν κοιμηθώ
Να σου υποταχθώ
Σαν άνεμος καυτός σαν τη ζάλη
Και με σήκωσες
Με ξεσήκωσες.
Στις δώδεκα και πέντε είχες φύγει
Και πάλι η μοναξιά με τυλίγει
Σαν δε ντρέπεσαι
Δε με σκέφτεσαι.
Στις δωδεκάμισι τη μπλούζα σου φορώ
Και μόλις σε μυρίζω όλα στα συγχωρώ
Και συ, να, γελάς,
Με τους άλλους πας.
Την πόρτα ξεκλειδώνω μες στο άχτι μου
Να 'ρθεις και να χωθείς στο κρεβάτι μου
Και πριν κοιμηθώ
Να σου υποταχθώ