Εκεί γέφυρα μυστική
Νοτισμένη σιωπή
Κάθε που 'ρχεται η αυγή
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί
Κάνει η νύχτα γιορτή
Κι η φωνή μου έχει ΄κανει πληγή.
Για εκεί όταν θέλω να φύγω για εκεί
μες στην τόση βουή έχω βρει μια ρωγμή
σα πληγή
που από κει στάζει ο χρόνος στιγμή με στιγμή
κι απλώνει σα στίγματα μαύρα
που γινήκανε χνάρια ανάρια
και το πιο αλαφρό κι άμαθο άγγιγμα
σβήνει ολότελα βήμα και πάτημα.
Γι' αυτό τα πόδια μου παίρνω σωρό κουβάριασμα
κρατάω ανάσα κι από του ουρανού το άδειασμα
έχω αμαρτύρητα τα μυστικά του χάρτη
για 'κει θα φύγω να χαρώ κι εγώ κομμάτι.
Μουρμουριστά θα προχωρώ για να χαθώ στο σκηνικό
ένα κλαράκι ασθενικό θα φανταστώ σα ξωτικό
κι ένα καμπούρικο, κουτσό, καφέ σκαθάρι
σα να ζυγώνουν φτερωτοί χρυσοκανθάροι.
Εκεί ο φόβος ξεμωραίνεται απ' τ' αγέρι που θα φέρει
πείσμα κι όνειρο, δροσάτο μεσημέρι
ν' αρχίσω μέσα στις σκιές κακαριστή τρεχάλα
να σωριαστώ σ' ένα λεπτό στην πρώτη αντράλα.
Εκεί είμαι πάλι παιδί κι αν αργεί
να 'ρθει ο χρόνος μεμιάς σα στιγμή συμπαγή
να με βρει, να μ' αλλάξει
είναι που έχω εδώ στ' ακρόνειρο αράξει και φτιάξει
ένα γεφύρι μυστικό με ξύλο λάσπη και νερό
και με ψιλή ψιλή κλωστή από ένα αδράχτι μαγικό
έχω πλέξει τα λόγια κι έχω σπάσει ρολόγια
για να χάνομαι εκεί απ' του κάκου τα ξόδια
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί κάθε νύχτα γιορτή
γιατί μένει αναμμένη η σκέψη μου, κι η φωνή
έχει κάνει πληγή να σου γράφω για εκεί
που 'χει πάντα βροχή.
Νοτισμένη σιωπή
Κάθε που 'ρχεται η αυγή
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί
Κάνει η νύχτα γιορτή
Κι η φωνή μου έχει ΄κανει πληγή.
Για εκεί όταν θέλω να φύγω για εκεί
μες στην τόση βουή έχω βρει μια ρωγμή
σα πληγή
που από κει στάζει ο χρόνος στιγμή με στιγμή
κι απλώνει σα στίγματα μαύρα
που γινήκανε χνάρια ανάρια
και το πιο αλαφρό κι άμαθο άγγιγμα
σβήνει ολότελα βήμα και πάτημα.
Γι' αυτό τα πόδια μου παίρνω σωρό κουβάριασμα
κρατάω ανάσα κι από του ουρανού το άδειασμα
έχω αμαρτύρητα τα μυστικά του χάρτη
για 'κει θα φύγω να χαρώ κι εγώ κομμάτι.
Μουρμουριστά θα προχωρώ για να χαθώ στο σκηνικό
ένα κλαράκι ασθενικό θα φανταστώ σα ξωτικό
κι ένα καμπούρικο, κουτσό, καφέ σκαθάρι
σα να ζυγώνουν φτερωτοί χρυσοκανθάροι.
Εκεί ο φόβος ξεμωραίνεται απ' τ' αγέρι που θα φέρει
πείσμα κι όνειρο, δροσάτο μεσημέρι
ν' αρχίσω μέσα στις σκιές κακαριστή τρεχάλα
να σωριαστώ σ' ένα λεπτό στην πρώτη αντράλα.
Εκεί είμαι πάλι παιδί κι αν αργεί
να 'ρθει ο χρόνος μεμιάς σα στιγμή συμπαγή
να με βρει, να μ' αλλάξει
είναι που έχω εδώ στ' ακρόνειρο αράξει και φτιάξει
ένα γεφύρι μυστικό με ξύλο λάσπη και νερό
και με ψιλή ψιλή κλωστή από ένα αδράχτι μαγικό
έχω πλέξει τα λόγια κι έχω σπάσει ρολόγια
για να χάνομαι εκεί απ' του κάκου τα ξόδια
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί κάθε νύχτα γιορτή
γιατί μένει αναμμένη η σκέψη μου, κι η φωνή
έχει κάνει πληγή να σου γράφω για εκεί
που 'χει πάντα βροχή.