Στων σκοτωμένων την πληγή βγαίνει ένα μαύρο ρόδο.
Στων ορφανών την έρημο και των φτωχών τη σκόλη,
στη μια φυτρώνει δίκταμος στην άλλη ανεμώνη.
Μα αυτόν τον κήπο μάτια μου να πας να τον τρυγήσεις
κι έλα μετά στο σπίτι μου μήπως και μ' αγαπήσεις.
Στους πρόσφυγες στους άρρωστους και τους φυλακισμένους
φυτρώνουν στα παράθυρα μικρά γαριφαλάκια,
στων εραστών τις γειτονιές γκρεμνές κι ερειπωμένες,
φυτρώνουν κάτι ολόχρυσες κι ολόμαυρες γαρδένιες.
Μα αυτόν τον κήπο μάτια μου να πας να τον τρυγήσεις
κι έλα μετά στο σπίτι μου μήπως και μ' αγαπήσεις.
Στων ορφανών την έρημο και των φτωχών τη σκόλη,
στη μια φυτρώνει δίκταμος στην άλλη ανεμώνη.
Μα αυτόν τον κήπο μάτια μου να πας να τον τρυγήσεις
κι έλα μετά στο σπίτι μου μήπως και μ' αγαπήσεις.
Στους πρόσφυγες στους άρρωστους και τους φυλακισμένους
φυτρώνουν στα παράθυρα μικρά γαριφαλάκια,
στων εραστών τις γειτονιές γκρεμνές κι ερειπωμένες,
φυτρώνουν κάτι ολόχρυσες κι ολόμαυρες γαρδένιες.
Μα αυτόν τον κήπο μάτια μου να πας να τον τρυγήσεις
κι έλα μετά στο σπίτι μου μήπως και μ' αγαπήσεις.